Του Νότη Ανανιάδη.
Γκρεμίστηκε, επιτέλους, η μάντρα που έκλεινε το οικόπεδο του ΙΚΑ , στο κέντρο του Πειραιά, μεταξύ Φίλωνος, Καραολή και Δημητρίου και Εθν. Αντιστάσεως. Μία έκταση τριών στρεμμάτων απελευθερώνεται στο κέντρο της πυκνοδομημένης πόλης, λίγο κάτω από το Δημοτικό Θέατρο. Και μόνο ότι αναδεικνύεται έτσι το υπέροχο νεοκλασικό Παλιό Ταχυδρομείο, που λειτουργεί πλέον ως δημοτική Πινακοθήκη φτάνει για να μιλήσει κανείς για επιτυχία της δημοτικής αρχής. Η οποία πέτυχε ένα στόχο που ανιχνεύεται στα προεκλογικά προγράμματα δημοτικών κινήσεων όλου του πολιτικού φάσματος εδώ και περισσότερο από τριάντα χρόνια.
Μάλιστα ο δήμαρχος Βασίλης Μιχαλολιάκος ανακοίνωσε ότι ο χώρος αυτός θα διαμορφωθεί σε πλατεία με παγκάκια, μικρά δέντρα κλπ. Πριν σημειώσει επί λέξει: «θα κάνουμε μια ήπια παρέμβαση, πάντα βέβαια με τη σύμφωνη γνώμη της αρχαιολογικής υπηρεσίας». Κάπου εδώ, προσωπικά αρχίζω να ανησυχώ. Γιατί, εντάξει , ο δήμαρχος θέλει, αλλά την αρχαιολογική υπηρεσία την ρώτησε πόσο καιρό θα της πάρει να δώσει «τη σύμφωνη γνώμη της»;
Στην Πειραϊκή, την πλατεία που φτιάχτηκε με μπάζα επί χούντας (αλλά και νωρίτερα) πάνω στα τα υπολείμματα πύργων του Κονώνειου Τείχους και επί χρόνια λειτουργούσε ένα υποτυπώδες παρκάκι, μια παιδική χαρά και άθλιας αισθητικής πέργκολες των απέναντι καφετεριών, την δέσμευσε πριν από περίπου επτά χρόνια η αρχαιολογική υπηρεσία. Ομοίως απέκλεισε και την προέκταση της προς την Φρεαττύδα, πλατεία Νίκης, που είχε διαμορφώσει ο μακαρίτης Γιάννης Παπασπύρου, κατά την δημαρχιακή του θητεία (1983-87). Έτσι το καλύτερο τμήμα της βόλτας της Πειραϊκής μένει αποκλεισμένο, πίσω από συρματοπλέγματα, πινακίδες που παραπέμπουν σε μια ανασκαφή κι ανάδειξη που δεν έγινε ποτέ αυτά τα χρόνια κι η εγκατάλειψη με τη μιζέρια θριαμβεύουν. Κι αλλού πολλά ανάλογα παραδείγματα στην πόλη. Το τετράγωνο της Ρωμαϊκής Αγοράς, μεταξύ Τερψιθέας και Βρυώνη, που αναδείχθηκε επί δημαρχίας Ανδρέα Ανδριανόπουλου, μένει χορταριασμένο και διπλοκλειδωμένο, μη επισκέψιμο, πίσω από τα κάγκελα, προκαλώντας απορίες για το τι διάολο είναι εκεί στους τουρίστες που θα περάσουν κατά λάθος από μπροστά του ερχόμενοι προς το κέντρο πεζή από τα κρουαζιερόπλοια. Ακόμη χειρότερα είναι τα πράγματα στο «οικόπεδο της Ραλλείου», πάλι στην Τερψιθέα, επί της οδού Καραϊσκου , όπου η ύπαρξη του αρχαίου υδραγωγείου οδήγησε προ 12ετίας(!) οδήγησε στην επιλογή να μην κτιστεί το σχολείο εκεί. Και φυσικά άθλια είναι η κατάσταση στον αρχαιολογικό χώρο (τρομάρα του) του Δίπυλου, της εισόδου στην πόλη κατά την αρχαιότητα, μπαίνοντας στο κέντρο του Πειραιά από την 34ου πεζ. Συντάγματος. Εκεί η αρχαιολογική υπηρεσία απαίτησε να απομακρυνθούν όλα τα μπαρ και τα κλαμπ που λειτουργούσαν στην περιοχή, εν όψει μιας ανάδειξης, που δεν έγινε ποτέ. Προσωπικά δεν καταλαβαίνω την επιλεκτική ενόχληση που …νοιώθουν τα αρχαία μνημεία. Γιατί, δηλαδή, τα πειράζει η μουσική των μπαρ περισσότερο από τους θορύβους συνεργείων ή άλλων εμπορικών χρήσεων, που εξακολουθούν να λειτουργούν εκεί, αλλά αυτό είναι άλλο θέμα – ή, ίσως, αν θέλω να είμαι καχύποπτος, είναι το θέμα, στο οποίο θα επανέλθω στο μέλλον.
Επί της ουσίας, προς το παρόν, ο τόπος είναι σκουπιδότοπος, ο Πειραιάς εγκατέλειψε κι άφησε να παρακμάσει ένα πόλος υπερτοπικής νυχτερινής διασκέδασης μακριά από κατοικημένες περιοχές, ένα ενδιαφέρουσας αρχιτεκτονικής κτήριο μουσείου χτίστηκε, αλλά μένει κλειστό, και απλώς ο καιρός περνάει…
Που θέλω να καταλήξω με αυτόν τον «αρχαιολογικό περίπατο»;
Ότι βεβαίως να δώσει τις οδηγίες της η αρχαιολογική υπηρεσία για την διαμόρφωση της πλατείας στο οικόπεδο του ΙΚΑ, που λέγαμε στην αρχή. Φυσικά και να αναδειχθούν τα αρχαία που υπάρχουν εκεί. Αλλά σε εύλογο χρόνο. Φέτος. Αν δεν έχει προσωπικό ή τα κονδύλια δεν επαρκούν ( που και τα δύο ισχύουν), συγγνώμη, αλλά οι πολίτες του Πειραιά δεν μπορούμε να περιμένουμε αιώνια.
Φαντάζομαι πως ούτε η δημοτική αρχή θα θέλει να αφήσει μία επιτυχία της να μετατρέπεται σε μια «διαρκή χωματερή». Κι ελπίζω ότι με την φόρα που δείχνει πως πήρε θα πιέσει και την αρχαιολογική υπηρεσία να «απελευθερώσει» , επιτέλους, και τα άλλα τμήματα της πόλης που «κατέχει», εν όψει μιας αόριστης, μη χρονικά προσδιοριζόμενης ανάδειξης.