Δεν βρίσκω λόγια για να σε ξεπροβοδίσω, σε αυτό το αναπάντεχο ταξίδι σου. Δεν βρίσκω γιατί όταν σε συνάντησα πριν από 2 περίπου μήνες στον ΕΔΟΕΑΠ, εκεί στο μικρό προαύλιο, και μου είπες ότι κάτι έπαθε το στομάχι σου, και ότι έτρεχες από γιατρό σε γιατρό, χωρίς όμως να παίρνεις καμία απάντηση, δεν πίστεψα ότι δεν θα σε ξανάβλεπα.

Και θυμάμαι τα υπέροχα μάτια σου, αλλά και την χαρακτηριστική “βολιώτικη” προφορά σου, που μου πε ότι “άσε ρε Θάνο, ότι και αν είναι θα το παλέψω”. Και συ Πόπη μου είχες μάθει να παλεύεις, τόσο στο ρεπορτάζ, όσο και στη ζωή.

Και το είχες αποδείξει, όταν έχασες την δουλειά σου, και πήγες και δούλεψες στο νησί του Αιγαίου, σε άσχετη δουλειά, και δύσκολη. Και τα έβγαλες πέρα, γιατί ήσουν ΜΑΓΚΑΚΙ.

Και όταν ακόμα τρέχαμε πάνω κάτω στα λιμάνια, και το ΥΕΝ αλλά και τα δικαστήρια του Πειραιά, εκεί στην Τρούμπα, εσύ πήγαινες πρώτη και στην συνέχεια μας ενημέρωνες όλους.

Και Ποπακι μου, δεν έκανες καμία μα καμία διάκριση, ακόμα και σε κάποιους που δεν είχες συνεργασία.

Το ίδιο έκανες και όταν για ένα “φεγγάρι” δούλεψες στο ΤΥΔΥΣ, ενώ πάντα είχες για όλους μας και ένα καλό λόγο.

Έτσι λοιπόν δεν μπορώ να συνειδητοποιήσω, ότι εσύ το γελαστό κορίτσι από το Βόλο, που με τα αστεία σου μας έκανες να γελάμε ξεχνώντας μάλιστα τα “βάσανα” της κοπιαστικής δουλειάς, έφυγες από κοντά μας.

Και σε θυμάμαι εκεί στο “καφέ”, πάνω από την Μαρίνα Ζέας, μαζί με την Κατερίνα, τον Νίκο, τον Σπυροπάνο, τον Βασιλάκη, να πίνουμε το “φραπόγαλο”, όπως σου άρεσε να το λες, και στην συνέχεια να τρέχουμε για την καθιερωμένη συνέντευξη της Τετάρτης, εκεί στο παλιό υπουργείο της Γρ.Λαμπράκη, ενώ στην συνέχεια τροχάδην για τα δικαστήρια, στα οποία μάλιστα εσύ ήσουν “εξπερ”.

Και νωρίς το απόγευμα, να μιλάμε και να ανταλλάζουμε τις ρεπορταζιακές πληροφορίες.

Και πάντα όλα αυτά τα χρόνια ήσουν το ΠΟΠΑΚΙ,η Βολιώτισα.

ΚΑΛΟ ΣΟΥ ΤΑΞΙΔΙ,ΚΑΙ ΝΑ ΞΕΡΕΙΣ ΟΤΙ ΠΑΝΤΑ ΘΑ ΣΕ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ.