Με τη συμμετοχή τεσσάρων χορευτικών ομάδων όχι ιδιαίτερα γνωστών στο ευρύ κοινό ανοίγει τις πύλες του το Φεστιβάλ Αθηνών για το 2012 και υπόσχεται ενστικτώδη συγκίνηση, χειραφέτηση, ταξίδι στην Ανατολή και αναζήτηση της ισορροπίας.
Η Σάσα Βαλτς, ο Αλέν Μπιφάρ, οι αδελφοί Ταμπέτ και η Ζιλί Νιός δεν είναι ονόματα ιδιαίτερα γνωστά στο ευρύ κοινό. Ούτε και έχουν την αίγλη των περσινών εμφανίσεων (Σιλβί Γκιλέμ, Μαγκί Μαρέν).
Με γαλλικές, γερμανικές και τυνησιακές καταβολές, φαινομενικά διαφέρουν αρκετά μεταξύ τους. Στην πραγματικότητα όμως, χρησιμοποιούν τον χορό για να εκφράσουν την αντίδρασή τους σε οτιδήποτε κατεστημένο.
Έξι χρόνια μετά την πρώτη της εμφάνιση η διάσημη Βερολινέζα χορογράφος, Σάσα Βαλτς επιστρέφει στο Φεστιβάλ Αθηνών με μια χορογραφία τελετουργικού χαρακτήρα.
«Το θέμα της ταραχής, της θέλησης, του ακατέργαστου και αυθόρμητου συναισθήματος, σε αντίθεση με την πνευματική απόσταση ή τον έλεγχο» είναι όσα πραγματεύεται το έργο της, “Continu”, έγραψε η γαλλική Monde, τον Μάιο του 2011.
«Σε αυτό το θέαμα, κάθε κίνηση μοιάζει να οδηγείται λιγότερο από τη δεξιοτεχνία του σώματος- η οποία βεβαίως είναι παρούσα- και περισσότερο από ένα συναίσθημα. Έχουμε την εντύπωση ότι είμαστε παρόντες στη γέννηση ενός βωβού θεάτρου όπου οι “ηθοποιοί” αρθρώνουν φράσεις ανείπωτες, χωρίς να βγάζουν ούτε έναν ήχο», αναφέρει το δημοσίευμα. «Μετά-χοροθέατρο» ονομάζουν πολλοί την τεχνική της Βάλτς και μάλιστα λένε πως είναι η βασική εκπρόσωπός του. Οι χορευτές της είναι πραγματικοί ηθοποιοί όπως τους ονειρεύονταν ο Γάλλος θεατράνθρωπος, Αντονέν Αρτό: ικανοί να μιλούν με ένα βλέμμα, να παραμερίζουν το ζήτημα των γλωσσών και να αφηγούνται ιστορίες ψυχής, με τίποτα άλλο παρά μόνο το σώμα τους.
Γεννημένη το 1963, η Γερμανίδα χορογράφος, χορευτής και επικεφαλής της ομάδας «Sasha Waltz and Guests», στα πέντε της έκανε το πρώτο μάθημα χορού στην Καρλσρούη, στη Νότια Γερμανία. Από το 1983 έως το 1986 σπούδασε στο School For New Dance Development του ‘Αμστερνταμ. Συνέχισε τις σπουδές της, από το 1986 έως το 1987, στη Νέα Υόρκη και δούλεψε με μερικές από τις πιο διακεκριμένες ομάδες. Το 2006, συστήθηκε στο αθηναϊκό κοινό με το Körper, την τριλογία της για το σώμα.
«Ένα γνέψιμο στο χορό και στον πόλεμο: βάδισμα στρατιωτικής παρέλασης, κακόηχες μελωδίες στο ακορντεόν, εμμονικό τραγούδι, ακόμα και λίγα βήματα χορού, αυτά είναι τα στοιχεία που συνιστούν το Tu Va Bien, το έργο του Γάλλου χορογράφου Αλέν Μπιφάρ (Alain Buffard), που θα παρουσιάσει στη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών.
«Θα τρίψουμε τις μούρες μας πάνω στις μηχανές του πολέμου, οι βάσεις των μικροφώνων θα μετατραπούν σε απίθανα τουφέκια. Οι θεατρικές μας μηχανές θα λειτουργήσουν απολύτως στην “όπισθεν”. Οι νεοσύλλεκτοι δεν θα διστάσουν να αντιδράσουν με γκροτέσκο τρόπο, στο πνεύμα του εξπρεσιονισμού: με το που θα δεχτούν αυθαίρετες προσταγές θα απαντήσουν με εναλλάξιμες στρατηγικές και λαρυγγώδεις προειδοποιήσεις θα πυροδοτήσουν την ανάπτυξη του πλήρους γλωσσικού οπλοστασίου», λέει ο ίδιος ο Μπιφάρ για την παράσταση, στην προσωπική του ιστοσελίδα.
«Εργάζομαι με τα θέματα της αποξένωσης και της διάθεσης για υποταγή, που αποτελούν τις δομές της τυποποίησης της εκπαίδευσης, για να δω πως τα υποκείμενα χειραφετούνται. Γι’ αυτό τον σκοπό, εξετάζω τακτικές και μανούβρες για να βγάλω εκτός λειτουργίας τις μηχανές. Ελπίζω ότι η μουσική και τα τραγούδια θα καταπνίξουν τις αρχές και αυτούς που θέλουν να είναι εξουσίες. Είναι η χαρά παιχνιδιάρικων, μικρών ανταρτοπόλεμων» συμπληρώνει ο Γάλλος χορογράφος, που ξεκίνησε την ανυπάκοη πορεία του δίπλα στον ‘Αλβιν Νικολάις.
Το πρόγραμμα του Φεστιβάλ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Χωρίς παραχωρήσεις ως προς την κυρίαρχη αισθητική και τα χρηστά ήθη, υπονομεύει και πάλι τους κώδικες και καλεί σε ανυπακοή. Βασικό του μέλημα, η χειραφέτηση και η αντίδραση σε ποικίλες μορφές καταστολής». Εξάλλου, ο Μπιφάρ έχει ξαναδώσει στίγμα της δουλειάς του στο Φεστιβάλ: το 2008, ως χορογράφος με το “(Not) a Love Song” αλλά και ως περφόρμερ στην αναβίωση του “Parades & Changes” της ‘Αννα Χάλπριν.
Ένα ταξίδι, μέσα από κατάδυση στη σούφικη μουσική, συνυπογράφουν οι αδελφοί Ταμπέτ από την Τυνησία. Στο “Rayahzone”, (όπου Rayah σημαίνει ταξίδι) κάθε πρόσωπο είναι μια οντότητα: ο θάνατος, που ενσαρκώνει ο Χέντι, η παραφροσύνη, που χορεύει ο ‘Αλι και η λογική που υποδύεται ο Νικολά Βλαντισλάβ.
Για την παράσταση που πρόσφατα παρουσιάστηκε στο Τhéâtre de Suresnes, στη Γαλλία, έχει γραφτεί: «Υπάρχουν τρεις τρόποι για να γνωρίσεις ένα πράγμα, για παράδειγμα μια φλόγα. Κάποιος μπορεί να πει κάτι για τη φλόγα, κάποιος μπορεί να δει τη φλόγα με τα ίδια του τα μάτια και, τέλος, μπορεί κανείς να προσεγγίσει τη φλόγα και να καεί από αυτήν». Έτσι δηλαδή, όπως οι Σούφι εξερευνούν τη γνώση μέσω της αφύπνισης, επιλέγοντας να καούν από τη φλόγα του Θεού, ανοίγοντας το πνεύμα τους να δεχθούν το θείο.
Οι Μουσουλμάνοι πιστεύουν ότι θα δουν τον Θεό στη μετά θάνατον ζωή. Οι Σούφι αφιερώνουν τη ζωή τους για να δουν το Θεό σ’ αυτή τη ζωή, ξεπερνώντας τον ισλαμικό νόμο με τρόπο που δεν τους κάνει πάντα αρεστούς στη μουσουλμανική κοινωνία. Χρησιμοποιούν τη μουσική ως όχημα στις τελετές τους και επικεντρώνονται στο βασικό μέσο, τη φωνή. Στην Τυνησία η σούφικη μουσική είναι απαγορευμένη και οι τελετουργίες γίνονται μυστικά, σε κλειστό κύκλο.
Με πατέρα Τυνήσιο και μητέρα Βελγίδα, τα αδέρφια Ταμπέτ έχουν αμφότερα, φοιτήσει σε σχολή τσίρκου. Μέσα από αυτή τους την παράσταση διατηρούν την πνευματική μέθη και τους ήχους του μουσουλμανικού κόσμου.
Η Γαλλίδα χορογράφος Ζιλί Νιός (Julie Nioche), περιγράφει το έργο της με τίτλο «Nos Solitudes» (Οι Μοναξιές μας). Αιωρείται πάνω από τη σκηνή, με τη βοήθεια ενός μηχανισμού. Τίποτε μαγικό ή θεαματικό δεν προδιαθέτει σε αυτό το ταξίδι, απουσία βαρύτητας: βλέπεις ένα σώμα σε αναζήτηση ισορροπίας, σαν ένα παιδί που μόλις μαθαίνει να περπατάει.
Αυτό το σώμα που αιωρείται δεν κάνει ακροβατικά, αλλά μιμείται το όνειρο του ανθρώπου να πετά. Στον αέρα, η Ζιλί διασκεδάζει με νέους τρόπους. Ξαπλώνει, κουρνιάζει για ύπνο. Συρματόσχοινα και εξάγωνα βαρίδια επιτρέπουν να αιωρείται και να μοιάζει απελευθερωμένη από τη σύνδεση με τη Γη.
Η καλλιτέχνης παίζει με τ’ όνειρό της. Αφήνεται να πέσει, με γρήγορες πτώσεις. Οι μοναχικότητες αποκαλύπτουν το παράδοξο ανάμεσα στην ελευθερία και τον περιορισμό. Όταν τα σύρματα αφήνονται και ο μηχανισμός σπάει, επιστρέφει στο έδαφος και εμφανίζεται στη μοναξιά της, εύθραυστη, ακίνητη. Το μήνυμά της; «Το να γνωρίζουμε τα δεσμά μας, δεν μας επιτρέπει να απελευθερωθούμε από αυτά, αλλά να παίξουμε με αυτά».