Στριφογύριζα όλο το βράδυ στο κρεβάτι. Με προσπέρασε ο ύπνος κι απόψε και είπα να γράψω, ξημερώματα πια, πάλι γι’ αυτά που άκουσα στις ειδήσεις. Ήταν όμως όλα τόσο ίδια, τόσο μονότονα, τόσο κουραστικά! Μερικές φορές θαρρώ, πως κυνηγώντας τις μεγάλες λακκούβες τις επικαιρότητας, χάνω τις μικρές στιγμές της ευαισθησίας μου.

Στο κάτω κάτω, σκέφτομαι πως γνώριζα από τον κινηματογράφο ότι «ο ταχυδρόμος χτυπάει πάντα δυο φορές» αλλά πού να φανταστώ ότι ο «γιος του ταχυδρόμου», ο Θοδωρής, είχε γίνει τόσο «γάτα» που θα χτυπούσε μια φορά και θα έκανε την μπάζα του, μονομιάς.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σήμερα, ο «γιος της μοδίστρας», όπως θα αυτοαποκαλούμαι στο εξής (και συγχώρα με πατέρα μου γι’ αυτο, πόσο να σε ντροπιάσω ακόμα;)… ο γιος λοιπόν της μοδίστρας είπε να γράψει για τις δικές του στιγμές… τις μοναχικές… αυτές που του λείπουν και που αν και τις ζει, δεν μπορεί να τις πει…

Γι αυτό συγχωρήστε μου, οι υπόλοιποι τις λέξεις. Πάντοτε ό,τι ήθελα να πω, όσο δύσκολο και να ήταν, το έκανα. Σήμερα θα γράψω για ότι μου χτύπησε την πόρτα του νου. Θα γράψω για μένα και για σένα:

«Φεύγεις νωρίς τελευταία και δεν προλαβαίνω να κλέψω εικόνες για να σε φανταστώ. Έτσι, θεληματικά μου στερείς την ελάχιστη γεύση της γλύκας σου. Όχι πως σου ζητώ κάτι παραπάνω. Μου αρκεί που είσαι εδώ, που υπάρχεις, που χαμογελάς, που μαζεύεις τα μαλλιά σου και φωτίζεται ο άδειος, καθαρός λαιμός σου. Που κοιτάζεις παντού και ταυτόχρονα πουθενά. Που κρύβεις το γέλιο σου όταν ντρέπεσαι.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Μου αρκεί που τα μάτια μου κατηφορίζουν το λαιμό σου και φτάνουν ως τις ανηφοριές του στήθους σου. Που φαντάζονται όσα επιμελώς, προσπαθείς να κρύψεις.

Μου αρκεί που ανασαίνουμε τον ίδιο αέρα, στον ίδιο χώρο, τις ίδιες στιγμές. Που οι φωνές μας μπερδεύονται στις ίδιες λέξεις. Άλλωστε, δε γίνεται κι αλλιώς, αφού γυροφέρνεις σε άλλη αγκαλιά, ταξιδεύεις σε άλλα όνειρα, τις στιγμές που εγώ, όπως τώρα, εκτίθεμαι σχεδόν ανεπανόρθωτα.

Ήθελα όμως να γνωρίζεις ότι χθες σε έψαξα μέχρι και ανάμεσα στα βιβλία, όταν έφυγες. Χανόσουν στα εξώφυλλα, στις σελίδες, στα ράφια της βιβλιοθήκης και κρυβόσουν. Ξέφευγες, σαν τόσο δα παιδάκι.

Σε έψαξα στο καθρέφτισμα των τζαμιών, στον ήχο που αφήνει το βάδισμά σου στο τσιμέντο, ανάμεσα στις μουσικές που τριγυρίζουν στο μυαλό μου. Δεν ήσουν ούτε εκεί.

Κι ύστερα σε έψαξα στις αίθουσες που προχώρησες, στους πίνακες που έγραψες, στο τασάκι που έσβησες το τσιγάρο σου, στο μαρκαδόρο, μήπως κι άφησες αποτύπωμα, γύρω γύρω στο στόμιο από το πλαστικό ποτήρι που ήπιες τον καφέ σου, στο βήξιμο που άκουσα και νόμισα πως ήταν δικό σου, στη γωνία που βολεύεσαι στα διαλείμματα.

Ήξερα πως έλειπες αλλά ίσως ξέχασες κάτι πίσω. Είναι τόσο παράξενο να ξέχασες κάτι πίσω σου; Τι σου είναι το μυαλό!

Κι ύστερα απότομα η μέρα τελείωσε σαν να μην υπήρχαν άλλες ώρες, σαν να μη χρειαζόταν να κυλήσουν άλλο. Ξέρεις, εκείνη η νευρικότητα της απόλυτης απραξίας. Μέχρι και στους διαδρόμους για τα κελιά σε έψαξα. Κι εσύ χόρευες και στριφογύριζες αμέριμνη, κάπνιζες αλλού. Πού να φανταστείς ότι ο καπνός από το στόμα σου έπεφτε στο πρόσωπό μου, όσο κούρνιαζες μακριά αγνοώντας ό,τι μου συνέβαινε.

Τα μαλλιά σου δεμένα, μοιάζουν με δεμάτι από ώριμα στάχια. Σου πάνε πολύ γλυκιά μου. Να τα μαζεύεις, όταν θέλεις να σου μιλήσω. Διστάζω αλλιώς, να σου ψιθυρίσω όσους στίχους σου’ γραψα για νανουρίσματα κι ας σου τα τραγουδήσει άλλος. Μου φτάνει που τους έγραψα εγώ. Στ’ αλήθεια μου φτάνει…

Σε ευχαριστώ που υπάρχεις κι έτσι μου έδωσες την αφορμή να ξαναγράψω στίχους…

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης