Η σχέση της διατροφής με τα συναισθήματα είναι αμφίδρομη. Η λήψη τροφής επιδρά στα επίπεδα ουσιών, όπως η σεροτονίνη, η ντομαμίνη και ενδορφίνες του οργανισμού, οι οποίες επηρεάζουν την ψυχική διάθεση. Αντίστοιχα, πολύ συχνά τα «μηνύματα» που ωθούν στην πρόσληψη τροφής, δεν σχετίζονται με την ικανοποίηση της βιολογικής πείνας, αλλά με την ανάγκη του ατόμου να διαχειριστεί τα συναισθήματα που βιώνει.
Όταν όμως το φαγητό μετατρέπεται σε υποκατάστατο ευτυχίας ή αγχολυτικό, αρχίζει ένας φαύλος κύκλος: η ποσότητα της τροφής που καταναλώνεται είναι μεγάλη, το σωματικό βάρος αυξάνεται, προκαλούνται ενοχές και το άτομο συνεχίζει την υπερκατανάλωση τροφής στην προσπάθειά του να ανταπεξέλθει στα αρνητικά συναισθήματα.
Φαγητό και συναισθήματα
Στη βρεφική ηλικία, τρώμε μόνο όταν πεινάμε και σταματούμε όταν η πρόσληψη τροφής οδηγήσει σε ικανοποίηση και κορεσμό. Κανονικά λοιπόν, η κατανάλωση και η ανάγκη για λήψη τροφής είναι ενδογενώς ρυθμιζόμενες. Οι επιστήμονες ψυχικής υγείας υποστηρίζουν πως, στο νεογέννητο μωρό, οι πρώτες εμπειρίες με το φαγητό καθορίζουν σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που θα σχετιστεί με αυτό αργότερα.
Ο ρυθμός και ο τρόπος πρόσληψης τροφής στο βρεφικό στάδιο, καθώς και η σχέση του μωρού με την τροφό του, επηρεάζουν τον τρόπο που το βρέφος βιώνει και αντιλαμβάνεται τον κόσμο και τις πρωταρχικές του εμπειρίες επιβίωσης.
Πολύ συχνά στα επόμενα χρόνια της ζωής ενός παιδιού, η αγάπη και η φροντίδα από τα υπόλοιπα μέλη της οικογένειας και του περιβάλλοντος, εκφράζονται κατά κύριο λόγο μέσω της προσφοράς τροφής, και μάλιστα σε κάποιες περιπτώσεις όταν η αγάπη δεν μπορεί να εκφραστεί με άλλο τρόπο, το φαγητό γίνεται το αποκλειστικό μέσο. Ως επακόλουθο, η λήψη τροφής συνδέεται στενά με τον ψυχικό κόσμο του παιδιού.
Όταν το άτομο μεγαλώνει, το φαγητό αναπόφευκτα καταλαμβάνει ένα μεγάλο μέρος της ζωής του. Έτσι, εκτός από βιολογική ανάγκη, λειτουργεί και σαν μια συνήθεια που πλαισιώνει την καθημερινότητα, ακόμη και σαν διασκέδαση ή μέσο κοινωνικοποίησης, αλλά και σαν τρόπος διαχείρισης συναισθημάτων.
Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις, όπου μέσα από τη σχέση με το φαγητό εκφράζεται η συναισθηματική κατάσταση του ατόμου και εκτονώνονται εντάσεις στις σχέσεις του με άλλους ή με τον εαυτό του. Δημιουργείται έτσι μια σχέση όπου το φαγητό «χρησιμοποιείται» ως καταφύγιο, διέξοδος, αποφόρτιση ή και «σύντροφος» στις δύσκολες στιγμές, στα προβλήματα με άλλους ανθρώπους και στις εσωτερικές συγκρούσεις.
Συναισθηματική ή βιολογική πείνα;
Η συναισθηματική πείνα αναφέρεται στην κατάσταση εκείνη κατά την οποία η τροφή λαμβάνεται για την κάλυψη συναισθηματικών αναγκών. Όταν το άτομο δυσκολεύεται να εντοπίσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του και τις ανάγκες του με κατάλληλους τρόπους, η συναισθηματική πείνα εκδηλώνεται ως προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασής του. Αρνητικά συναισθήματα που προκαλούν την ανάγκη πρόσληψης τροφής είναι το άγχος, ο εκνευρισμός, η μοναξιά, η απογοήτευση, η θλίψη, η απόρριψη, η ανία, η αίσθηση του ανεκπλήρωτου και, σπανιότερα, θετικά συναισθήματα, όπως η χαρά. Η συναισθηματική πείνα διακρίνεται δύσκολα από τη βιολογική και ιδιαίτερα από το ίδιο το άτομο που την βιώνει. Ωστόσο, υπάρχουν κάποια χαρακτηριστικά που μπορούν να βοηθήσουν στην αναγνώρισή της.
Η συναισθηματική πείνα:
Εμφανίζεται ξαφνικά, ως ακατάσχετη επιθυμία λήψης τροφής, με άμεση και επιτακτική ανάγκη ικανοποίησης, αφού το σώμα αναζητά άμεση ανακούφιση από τη δυσάρεστη ψυχολογική κατάσταση. Αντίθετα, η βιολογική πείνα εμφανίζεται σταδιακά, μέσω μηνυμάτων που στέλνει ο οργανισμός πως χρειάζεται τροφή, και η ανάγκη ικανοποίησης παρουσιάζει μεγαλύτερη δυνατότητα αναμονής.
Ξεκινάει σαν αίσθηση από το λαιμό και το στόμα. Αντίθετα, η βιολογική πείνα ξεκινάει από το στομάχι το οποίο αισθανόμαστε άδειο.
Αφορά στη λήψη συγκεκριμένων τροφών, συνήθως πλούσιων σε θερμίδες και λιπαρά, ενώ υποκατάστατα δεν αποφέρουν την ίδια αίσθηση ικανοποίησης. Στην βιολογική πείνα, οι επιλογές των τροφών είναι συνήθως πολλαπλές.
Η κατάποση φαγητού γίνεται αυτόματα και μηχανικά, χωρίς συνειδητοποίηση του «τι» και του «πόσο» τρώμε. Αντίθετα, η βιολογική πείνα οδηγεί σε επιλεκτική κατανάλωση φαγητού, με επίγνωση των τροφίμων και ποσοτήτων.
Η λήψη τροφής υπό την επήρεια συναισθηματικής πείνας συνεχίζεται πέρα από τον κορεσμό, σαν να μην χορταίνουμε ποτέ, ενώ στην βιολογική πείνα σταματάμε όταν ικανοποιηθεί η πείνα και επέλθει το αίσθημα του κορεσμού.
Η κατανάλωση τροφής λόγω συναισθηματικής πείνας, οδηγεί το άτομο σε αισθήματα ενοχής, ντροπής και τύψεων. Αντίθετα, η ικανοποίηση της βιολογικής πείνας δεν επιφέρει αρνητικά αισθήματα.
Συναισθηματική υπερφαγία
Η συναισθηματική πείνα χαρακτηρίζεται από την ακατανίκητη ανάγκη για φαγητό, συνήθως για τροφές με χαμηλή θρεπτική αξία και υψηλή περιεκτικότητα σε λίπη, αλάτι, ζάχαρη και άμυλο. Γλυκά, προϊόντα ζύμης και αλατισμένα σνακ τύπου πατατάκια και γαριδάκια φαίνεται να είναι οι πιο δημοφιλείς επιλογές σε καταστάσεις έντασης.
Κάποια άτομα που βιώνουν συναισθηματική πείνα καταναλώνουν φυσιολογικές ποσότητες φαγητού, στην προσπάθειά τους να ανταπεξέλθουν στην ψυχική τους διάθεση ή να καλύψουν κάποιο συναισθηματικό κενό, χρησιμοποιώντας το φαγητό σαν ένα είδος παρηγοριάς.
Ωστόσο, σταδιακά ο συσχετισμός της τροφής με την παρηγοριά γίνεται τρόπος ζωής και τα περισσότερα άτομα καταλήγουν να καταναλώνουν μεγάλες ποσότητες, οδηγούμενα τελικά σε επεισόδια «συναισθηματικής υπερφαγίας».
Κατά τη διάρκεια ενός τυπικού επεισοδίου υπερφαγίας, το άτομο έχει έντονη την αίσθηση της απώλειας ελέγχου, και καταναλώνει με μεγάλη ταχύτητα μεγάλη ποσότητα ανθυγιεινών και παχυντικών τροφίμων. Η συναισθηματική κατανάλωση τροφής έχει ως αποτέλεσμα την υπέρμετρη κατανάλωση θερμίδων, η οποία οδηγεί σταδιακά στην απόκτηση παραπανίσιων κιλών και πιθανώς σε επιδεινούμενη παχυσαρκία.
Στο άτομο που πάσχει από συναισθηματική υπερφαγία, η λήψη της τροφής προκαλεί μια παροδική αίσθηση ευχαρίστησης, ικανοποίησης και παρηγοριάς. Ωστόσο, μετά τη λήψη τροφής, το άτομο κατακλύζεται από έντονα συναισθήματα ενοχής και τύψεων. Συνειδητοποιεί τις συνέπειες της συμπεριφοράς του αλλά αδυνατεί να την αλλάξει, και βιώνει συναισθήματα απογοήτευσης, ματαίωσης και μελαγχολίας, αλλά και θυμού απέναντι στην αδυναμία του.
Ως αποτέλεσμα, οδηγείται σε ένα αίσθημα προσωπικής δυσαρέσκειας, μειώνεται η αυτοεκτίμησή του, νιώθει απελπισία και απόγνωση και καταλήγει ξανά στον φαύλο κύκλο της υπερκατανάλωσης.
Επιμέλεια: Παύλος Διονυσόπουλος
Πηγή: mednutrition.gr