Όπως είναι γνωστό, η αρτηριακή πίεση ενός ατόμου εκφράζεται με δύο τιμές, τη συστολική και τη διαστολική πίεση. Έτσι, για παράδειγμα, όταν λέμε ότι η αρτηριακή πίεση ενός ατόμου είναι 120/80, αυτό σημαίνει ότι η συστολική του πίεση (ή «μεγάλη») είναι 120mmHg (χιλιοστά στήλης υδραργύρου) ή απλούστερα «12», ενώ η διαστολική του πίεση (ή «μικρή») είναι 80mmHg ή «8».
Η συστολική πίεση αντιπροσωπεύει την πίεση που υπάρχει στις αρτηρίες, καθώς η καρδιά συστέλλεται και εκτοξεύει με δύναμη το αίμα προς αυτές, ενώ η διαστολική αντιπροσωπεύει την πίεση που υπάρχει στις αρτηρίες, καθώς η καρδιά χαλαρώνει και προετοιμάζεται για την επόμενη συστολή.
Για τα περισσότερα υγιή άτομα, τα όρια της συστολικής αρτηριακής πίεσης βρίσκονται ανάμεσα στα 90 και 120 mmHg, ενώ τα όρια της φυσιολογικής διαστολικής πίεσης μεταξύ 60 και 80 mmHg.
Η φυσιολογική αρτηριακή πίεση σήμερα θεωρείται αυτή που κυμαίνεται στα όρια 120/80 mmHg.
Η υπόταση ή χαμηλή αρτηριακή πίεση είναι η αρτηριακή πίεση που μπορεί να προκαλέσει συμπτώματα ή σημεία, που οφείλονται στην πολύ χαμηλή ροή αίματος στις αρτηρίες και τις φλέβες. Τότε, λόγω της χαμηλής παροχής οξυγόνου και θρεπτικών υλικών στα ζωτικά όργανα του σώματος (εγκέφαλο, καρδιά, νεφρούς), τα όργανα αυτά δεν λειτουργούν φυσιολογικά και μπορεί να υποστούν βλάβες, παροδικές ή μόνιμες.
Σε αντίθεση με την υπέρταση, η υπόταση καθορίζεται κυρίως από τα σημεία και τα συμπτώματα που προκαλεί και όχι από κάποιους συγκεκριμένους αριθμούς. Έτσι, μπορεί μερικά άτομα να έχουν μονίμως αρτηριακή πίεση 90/50, να μην έχουν κανένα απολύτως σύμπτωμα και συνεπώς να μην έχουν υπόταση. Όμως, άλλα άτομα, τα οποία έχουν συνήθως υψηλότερη αρτηριακή πίεση, μπορεί να εμφανίσουν συμπτώματα υπότασης εάν η πίεση τους πέσει στο 100/60.
Κατά την εγκυμοσύνη, η αρτηριακή πίεση έχει την τάση μείωσης. Μια αρτηριακή πίεση μικρότερη από 100/60 μπορεί στην πραγματικότητα να είναι φυσιολογική για μία έγκυο. Σε κάθε περίπτωση όμως, η αρτηριακή πίεση θα πρέπει να παρακολουθείται κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης.
Πώς δημιουργείται η υπόταση;
Κατά τη διάρκεια της διαστολής της καρδιάς (χαλάρωση της καρδιάς), η αριστερά κοιλία της καρδιάς γεμίζει με αίμα που επιστρέφει από τους πνεύμονες. Στη συνέχεια, η αριστερά κοιλία συσπάται και εξωθεί το αίμα προς τις αρτηρίες (συστολή). Η αρτηριακή πίεση στις αρτηρίες, κατά τη διάρκεια της συστολής της κοιλίας, είναι υψηλότερη, επειδή το αίμα εξωθείται με δύναμη προς τις αρτηρίες.
Η αρτηριακή πίεση προσδιορίζεται από δύο παράγοντες:
1) την ποσότητα του αίματος που εξωθείται με δύναμη από την αριστερά κοιλία προς τις αρτηρίες
2) την αντίσταση που προκαλείται στη ροή, από τα τοιχώματα των μικροτέρων
Η αρτηριακή πίεση έχει την τάση να είναι χαμηλότερη εάν εξωθείται λιγότερο αίμα προς τις αρτηρίες ή εάν οι μικρότερες αρτηρίες (αρτηριόλια) είναι μεγαλύτερες και ελαστικότερες, με αποτέλεσμα να παρουσιάζουν χαμηλότερη αντίσταση στη ροή του αίματος.
Ποια είναι τα συμπτώματα της υπότασης;
• ελαφρά ζάλη
• αστάθεια, αφού μειώνεται η ροή του αίματος στον εγκέφαλο
• θόλωση της όρασης
• αδυναμία
• πνευματική σύγχυση
• ναυτία.
Πώς διατηρεί ο οργανισμός τη φυσιολογική αρτηριακή πίεση;
Ο οργανισμός διαθέτει μηχανισμούς για να διατηρεί ή να μεταβάλει την αρτηριακή πίεση και τη ροή του αίματος. Υπάρχουν αισθητήρες, οι οποίοι αντιλαμβάνονται την πίεση του αίματος στα τοιχώματα των αρτηριών, εκπέμπουν σήματα προς την καρδιά, τα μικρά αρτηρίδια, τις φλέβες και τους νεφρούς, αναγκάζοντας όλα αυτά τα όργανα να κάνουν τις απαραίτητες αλλαγές, με τις οποίες αυξάνεται ή ελαττώνεται η αρτηριακή πίεση.
Πηγή: ygeiaonline.gr