Ζήσης Ψάλλας
Πολλά από τα άρθρα που δημοσιεύονται σε αναγνωρισμένα ιατρικά περιοδικά δεν περιλαμβάνουν τις απαιτούμενες γνωστοποιήσεις σχετικά με τους οικονομικούς δεσμούς των επιστημόνων με τις εταιρείες του κλάδου υγείας. Αυτό δείχνει μια ανασκόπηση των New York Times σε συνεργασία με την ProPublica, ένα μη κερδοσκοπικό δημοσιογραφικό οργανισμό.
Για παράδειγμα, ο Δρ. Howard Burris, εκλεγμένος πρόεδρος της Αμερικανικής Εταιρείας Κλινικής Ογκολογίας, δήλωσε, ότι δεν είχε συγκρούσεις συμφερόντων σε περισσότερα από 50 άρθρα τα τελευταία χρόνια. Ωστόσο, οι εταιρείες φαρμάκων τον έχουν πληρώσει με 114.000 δολάρια για διαβουλεύσεις και ομιλίες και με σχεδόν 8 εκατομμύρια δολάρια για την έρευνά του κατά τη διάρκεια της περιόδου για την οποία απαιτείται γνωστοποίηση.
Έλλειψη διαφάνειας
Οι διακηρύξεις για διαφάνεια απορρέουν από τις ανησυχίες ότι οι δεσμοί των ερευνητών με τους τομείς της υγείας και του φαρμάκου αυξάνουν τις πιθανότητες, συνειδητά ή όχι, να προκαλέσουν αποτελέσματα προς όφελος των επιχειρήσεων για τις οποίες ασκούν τις δραστηριότητές τους και όχι για το κοινό. Μελέτες έχουν διαπιστώσει ότι η έρευνα που υποστηρίζεται από τη βιομηχανία τείνει να είναι πιο θετική από την έρευνα που χρηματοδοτείται από άλλες πηγές. Και αυτό με τη σειρά του μπορεί να επηρεάσει ποιες θεραπείες γίνονται διαθέσιμες στους ασθενείς.
Το θέμα έχει αποκτήσει ενδιαφέρον από τον Σεπτέμβριο, όταν ο Δρ. José Baselga, ο οποίος ήταν ο επικεφαλής του Memorial Sloan Kettering Cancer Center, στη Νέα Υόρκη, παραιτήθηκε όταν αποκαλύφθηκε από τους New York Times και την ProPublica ότι δεν είχε αποκαλύψει τους οικονομικούς του δεσμούς σε δεκάδες άρθρα περιοδικών. Ο Δρ. Burris είπε ότι οι πληρωμές έγιναν προς το ίδρυμα, αλλά το New England Journal of Medicine απαιτεί την αποκάλυψη και αυτών των πληρωμών.
Άλλοι εξέχοντες ερευνητές που υπέβαλαν εσφαλμένες αποκαλύψεις περιλαμβάνουν τον Δρ. Robert J. Alpern, κοσμήτορα της Ιατρικής Σχολής του Yale, ο οποίος δεν αποκάλυψε σε άρθρο του 2017 σχετικά με μια πειραματική θεραπεία που ανέπτυξε η Tricida, ότι υπηρέτησε στο διοικητικό συμβούλιο της εν λόγω εταιρείας και κατείχε μετοχές της. Η Tricida, η οποία αναπτύσσει θεραπείες για τη χρόνια νεφρική νόσο, είχε χρηματοδοτήσει την κλινική δοκιμή που αποτέλεσε αντικείμενο του άρθρου. Ο Δρ. Alpern δήλωσε σε email πως πίστευε ότι η αποκάλυψή του – ότι ήταν σύμβουλος της Tricida- ήταν επαρκής. Στη συνέχεια δήλωσε ότι θα κάνει τη σχετική διόρθωση.
Ο Δρ. Carlos L. Arteaga, διευθυντής του Comprehensive Cancer Center του Harold C. Simmons, στο Ντάλας, δήλωσε ότι δεν είχε “τίποτα να αποκαλύψει” ως συγγραφέας μιας μελέτης του 2016 που δημοσιεύτηκε στο New England Journal of Medicine για ένα φάρμακο κατά του καρκίνου του μαστού. Αλλά ο Δρ. Arteaga είχε λάβει πάνω από 50.000 δολάρια από εταιρείες φαρμάκων στην τριετή περίοδο αποκάλυψης. Σε ένα email, ο Δρ. Arteaga περιέγραψε την παράλειψή του ως “αδικαιολόγητη” και στη συνέχεια υπέβαλε διόρθωση.
Ο Δρ. Jeffrey R. Botkin, αναπληρωτής αντιπρόεδρος για την έρευνα στο Πανεπιστήμιο της Γιούτα, υποστήριξε προσφάτως στο JAMA, κορυφαίο ιατρικό περιοδικό, ότι οι ερευνητές θα πρέπει να αντιμετωπίζουν κατηγορίες περί παραπτωμάτων όταν δεν αποκαλύπτουν τις σχέσεις τους με τις ενδιαφερόμενες εταιρείες. “Πραγματικά παραποιούν τις πληροφορίες που επικαλούνται άλλοι για να εκτιμήσουν την έρευνα”, είπε. “Τα χρήματα είναι ένας πολύ ισχυρός παράγοντας, και οι απόψεις των ανθρώπων γίνονται μερικώς προκατειλημμένες από αυτή την οικονομική σχέση”.
Ανησυχίες για μεροληψία
Οι ανησυχίες σχετικά με την επίδραση των χρηματοδοτών όπως είναι οι φαρμακευτικές εταιρείες, στην ιατρική έρευνα υπάρχουν εδώ και δεκαετίες. Ο γερουσιαστής Estes Kefauver πραγματοποίησε ακροάσεις για το ζήτημα αυτό το 1959 ενώ υπήρξαν ανησυχίες στη δεκαετία του 2000 μετά από μια σειρά σκανδάλων στις οποίες εξέχοντες γιατροί απέτυχαν να αποκαλύψουν τις βιομηχανικές τους σχέσεις. Ως αποτέλεσμα, τα ιατρικά περιοδικά και οι επαγγελματικές εταιρείες ενίσχυαν τις απαιτήσεις τους. Η βιομηχανία φαρμάκων περιόρισε τον τρόπο με τον οποίο αποζημιώνει τους γιατρούς, απαγορεύοντας δώρα όπως τα εισιτήρια για αθλητικά γεγονότα ή ταξίδια πολυτελείας – αν και τα αποδεικτικά στοιχεία για δωροδοκίες και διαφθορά εξακολουθούν να απασχολούν τα δικαστήρια. Τελικά, ένας ομοσπονδιακός νόμος του 2010 απαιτεί από τους κατασκευαστές φαρμάκων και συσκευών να αναφέρουν δημόσια τις πληρωμές τους προς τους ιατρούς.
Παρά τις αλλαγές αυτές, το σύστημα για την αποκάλυψη των συγκρούσεων συμφερόντων παραμένει κατακερματισμένο και επιβάλλεται ελάχιστα. Τα ιατρικά περιοδικά και οι επαγγελματικές εταιρείες έχουν ποικίλες κατευθυντήριες γραμμές σχετικά με το είδος των σχέσεων που πρέπει να αναφέρονται, αφήνοντας τον ερευνητή να αποφασίσει τι είναι συναφές. Και υπάρχουν λίγες επιπτώσεις – πέρα από μια διόρθωση – για όσους δεν τηρούν τους κανόνες.