Ζήσης Ψάλλας

Εάν θέλετε να μειώσετε την LDL χοληστερόλη ή συνοπτικά την «κακή χοληστερόλη», η έρευνα είναι σαφής: Θα πρέπει να αντικαταστήσετε τα κορεσμένα λιπαρά με τα ακόρεστα λιπαρά, δηλαδή τις ζωικές τροφές με φυτικά έλαια. Αλλά ποιο από τα φυτικά έλαια είναι το καλύτερο;

Πολλές μελέτες δείχνουν ότι τα μονο- και πολυακόρεστα λίπη είναι καλύτερα για τα λιπίδια του αίματος από τα κορεσμένα λίπη αλλά δεν είναι εύκολο να πει κανείς ποιο από τα πολλά φυτικά έλαια μπορεί να είναι το πιο επωφελές.

Ο Lukas Schwingshackl, ερευνητής στο γερμανικό Institute of Human Nutrition, ανήκει σ’ ένα «κύμα» επιστημόνων που χρησιμοποιεί εξελιγμένα στατιστικά εργαλεία τα οποία μειώνουν την αβεβαιότητα σχετικά με το σύνολο των δεδομένων που υπάρχουν στη βιβλιογραφία για τη διατροφή.

Σε ένα άρθρο που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Journal of Lipid Research αυτό το μήνα, ο Schwingshackl και οι συνάδελφοί του χρησιμοποίησαν την αναδυόμενη τεχνική που ονομάζεται μετα-ανάλυση δικτύου και εξήγαγαν γνώση από τις δημοσιευμένες μελέτες σχετικά με την επίδραση διαφόρων διατροφικών ελαίων στα λιπίδια του αίματος. 

Για να ξεπεράσει το γεγονός ότι δεν υπάρχει μέχρι σήμερα μια μεγάλη μελέτη που να συγκρίνει όλα τα διαθέσιμα φυτικά έλαια, η ομάδα του Schwingshackl δημιούργησε μια μετα-ανάλυση δικτύου που δείχνει πώς τα διαφορετικά έλαια και στερεά λίπη επιδρούν.

Οι ερευνητές συγκέντρωσαν 55 μελέτες που χρονολογούνται από τη δεκαετία του 1980, οι οποίες αξιολογήθηκαν για τα αποτελέσματά τους επί της χοληστερόλης, όταν καταναλώθηκε ίδια ποσότητα θερμίδων από δύο ή περισσότερα διαφορετικά έλαια Για να συμπεριληφθεί στην ανάλυση μια μελέτη, έπρεπε να συγκρίνει την επίδραση δύο ή περισσοτέρων ελαίων στη LDL χοληστερόλη ή σε άλλα λιπίδια του αίματος όπως η ολική χοληστερόλη, HDL χοληστερόλη (συνοπτικά καλή χοληστερόλη) ή τα τριγλυκερίδια, για τουλάχιστον τρεις εβδομάδες.

Ας υποθέσουμε ότι τόσο το βούτυρο όσο και το ηλιέλαιο συγκρίθηκαν με το ελαιόλαδο σε κάποιες μελέτες. Οι στατιστικές προσεγγίσεις της μετα-ανάλυσης  δικτύου επέτρεψαν στην ερευνητική ομάδα να κάνει μια ποσοτική σύγκριση μεταξύ βουτύρου και ηλιελαίου, ακόμη και αν ποτέ στην πραγματικότητα δεν είχε γίνει κλινική μελέτη γι’ αυτό.

Ο Schwingshackl εξήγησε: «Η ομορφιά αυτής της μεθόδου είναι ότι μπορείτε να συγκρίνετε πολλές διαφορετικές παρεμβάσεις ταυτόχρονα… και, τελικά, θα έχετε μια κατάταξη. Μπορείτε να πείτε ότι αυτό είναι το καλύτερο λάδι για αυτό το συγκεκριμένο αποτέλεσμα».

Σε αυτή τη μελέτη, η τελική κατάταξη έδειξε ότι, όπως λένε οι γιατροί εδώ και χρόνια, τα στερεά λίπη όπως το βούτυρο και το λαρδί είναι η χειρότερη επιλογή για την LDL χοληστερόλη. Οι καλύτερες εναλλακτικές λύσεις είναι τα έλαια από σπόρους. «Το ηλιέλαιο, το κραμβέλαιο, το έλαιο κνήκου και το λινέλαιο έδωσαν τα καλύτερα αποτελέσματα», δήλωσε ο Schwingshackl. «Κάποιοι από τις χώρες της Μεσογείου πιθανότατα δεν είναι τόσο ευχαριστημένοι με αυτό το αποτέλεσμα, επειδή προτιμούν να δουν το ελαιόλαδο στην κορυφή, αλλά αυτό δεν συμβαίνει».

Να σημειωθεί πάντως ότι οι μετα-αναλύσεις διατρέχουν τον κίνδυνο παραπλάνησης, γιατί μπορεί να περιλαμβάνουν διάφορα στοιχεία χαμηλής εμπιστοσύνης. Στην παρούσα μελέτη δεν υπήρχαν αρκετά στοιχεία για να επιλεγεί με σιγουριά ο νικητής μεταξύ των σπορέλαιων. Επιπλέον, τα έλαια που βοηθάνε περισσότερο στη μείωση της LDL χοληστερόλης δεν είναι τα πλέον ευεργετικά όσον αφορά τη μείωση των τριγλυκεριδίων ή τη αύξηση της HDL χοληστερόλης.