Ζήσης Ψάλλας
Όλο και περισσότεροι άνθρωποι επιλέγουν μια δίαιτα χαμηλής γλουτένης, αν και δεν έχουν διαπιστωμένο πρόβλημα σ’ αυτήν τη διατροφική ουσία. Η τάση έχει προκαλέσει δημόσια συζήτηση σχετικά με το εάν οι δίαιτες χαμηλής γλουτένης πρέπει να συνιστώνται για όλα τα άτομα. Τώρα, ερευνητές από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης εξέτασαν ακριβώς αυτό.
Μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε γλουτένη, πλούσια σε φυτικές ίνες, προκαλεί αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του εντερικού οικοσυστήματος των βακτηριδίωνΣε μελέτη παρέμβασης με υγιείς ενήλικες από τη Δανία, η οποία δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications, διεθνής ομάδα επιστημόνων έδειξε ότι μια δίαιτα πλούσια σε φυτικές ίνες αλλά χαμηλής περιεκτικότητας σε γλουτένη αλλάζει την κοινότητα των βακτηρίων του εντέρου και μειώνει τη γαστρεντερική δυσφορία, όπως είναι το φούσκωμα και επιπλέον συνδέεται με μέτρια απώλεια βάρους.
«Δείξαμε ότι, σε σύγκριση με μια δίαιτα υψηλής γλουτένης, μια δίαιτα χαμηλής περιεκτικότητας σε γλουτένη, πλούσια σε φυτικές ίνες, προκαλεί αλλαγές στη δομή και τη λειτουργία του εντερικού οικοσυστήματος των βακτηριδίων, μειώνει την εκπνοή του υδρογόνου και οδηγεί σε βελτιώσεις. Επιπλέον, παρατηρήσαμε μια μέτρια απώλεια βάρους, πιθανόν λόγω αυξημένων καύσεων του σώματος που προκλήθηκε από αλλαγές στις βακτηριακές λειτουργίες του εντέρου», ανέφερε ο καθηγητής Oluf Pedersen, επικεφαλής ερευνητής της μελέτης, από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης.
Οι φυτικές ίνες
Οι ερευνητές πραγματοποίησαν μια τυχαιοποιημένη, ελεγχόμενη, δοκιμή που περιελάμβανε 60 υγιείς ενήλικες με δύο παρεμβάσεις οκτώ εβδομάδων, οι οποίες συνέκριναν μια δίαιτα χαμηλής γλουτένης (2 γρ. την ημέρα) και μια δίαιτα υψηλής γλουτένης (18 γρ. την ημέρα), διαχωριζόμενες με περίοδο έκπλυσης τουλάχιστον έξι εβδομάδων με τη συνήθη διατροφή (12 γρ. την ημέρα).
Οι δύο δίαιτες ήταν ισορροπημένες σε αριθμό θερμίδων και θρεπτικών ουσιών, περιλαμβάνοντας ίδια ποσότητα διαιτητικών ινών. Ωστόσο, η σύνθεση των ινών διέφερε σημαντικά μεταξύ των δύο λόγω διαφορετικών τροφίμων.
Οι ερευνητές κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι οι θετικές επιπτώσεις της δίαιτας χαμηλής γλουτένης σε υγιείς ανθρώπους μπορεί να μην οφείλονται κυρίως στη μειωμένη πρόσληψη γλουτένης, αλλά στην αλλαγή της διαιτητικής σύνθεσης των φυτών καθώς μειώθηκαν οι φυτικές ίνες από το σιτάρι και τη σίκαλη και αντικαταστάθηκαν από αυτές των λαχανικών, του ρυζιού, του καλαμποκιού, της βρώμης και του κινόα.
Ο Pedersen ανέφερε: «Μια δίαιτα ελεύθερη γλουτένης μπορεί να μην είναι απαραιτήτως η υγιεινή επιλογή που πολλοί άνθρωποι σκέφτονται διότι τα περισσότερα τρόφιμα χωρίς γλουτένη στην αγορά σήμερα στερούνται διατροφικών ινών και φυσικών θρεπτικών συστατικών. Έτσι υπάρχει προφανής ανάγκη διαθεσιμότητας τροφών χωρίς γλουτένη εμπλουτισμένων με ίνες υψηλής ποιότητας, οι οποίες είναι φρέσκες ή ελάχιστα επεξεργασμένες. Αυτές οι πρωτοβουλίες μπορεί να αποδειχθούν σημαντικές για την ανακούφιση από τη γαστρεντερική δυσφορία και επιπλέον να βοηθήσουν στη διευκόλυνση του ελέγχου του βάρους στον γενικό πληθυσμό μέσω τροποποιήσεων του εντερικού μικροβιώματος».