Το έντονο χρόνιο στρες στη δουλειά ενδέχεται να αυξάνει τον κίνδυνο εμφάνισης πέντε διαφορετικών μορφών καρκίνου, σύμφωνα με ερευνητές από το Πανεπιστήμιο του Κέμπεκ.

Όπως έδειξε η μελέτη τους, όσοι εργάζονταν υπό συνθήκες έντονου στρες επί τουλάχιστον 15 χρόνια είχαν αυξημένες πιθανότητες να παρουσιάσουν καρκίνο του πνεύμονα, του ορθού, του στομάχου, καρκίνο στο κόλον καθώς και μη Χότσκιν λέμφωμα.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Σύμφωνα με τους ερευνητές, παρότι και είναι καλά τεκμηριωμένο ότι το στρες έχει πολλές αρνητικές συνέπειες στην υγεία, η συσχέτισή του με τον καρκίνο είναι τουλάχιστον αδύναμη.

Στη μελέτη τους, στην οποία συμμετείχαν 3.103 εθελοντές που είχαν διαγνωστεί με καρκίνο και 512 υγιείς συνομήλικοί τους, επικεντρώθηκαν στο εργασιακό στρες.

Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι από τις 11 μορφές καρκίνου που εξετάστηκαν, η εργασία σε τουλάχιστον μία στρεσογόνο δουλειά επί τουλάχιστον 15 χρόνια, σχετιζόταν με κατά 33% περισσότερες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου του πνεύμονα, κατά 52% καρκίνου του ορθού και κατά 53% καρκίνου του στομάχου. Επίσης, οι εργαζόμενοι διέτρεχαν κατά 51% περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξουν καρκίνο στο κόλον.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Όσον αφορά στα χαρακτηριστικά της εργασίας που σχετίζονται ισχυρότερα με τις αυξημένες πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου, οι επιστήμονες διαπίστωσαν ότι αυτά είναι ο αυξημένος φόρτος εργασίας, η πίεση των συγκεκριμένων προθεσμιών (deadlines), η επαγγελματική ανασφάλεια, τα οικονομικά προβλήματα, η επικινδυνότητα της εργασίας, αλλά και η επαφή με πελάτες.

Άλλοι παράγοντες που παίζουν ρόλο είναι η συνεχής επίβλεψη από ανωτέρους, οι διαμάχες με συνεργάτες και οι πολύωρες μετακινήσεις από και προς τη δουλειά.

Σύμφωνα με τους ερευνητές, το εργασιακό στρες αυξάνει τις πιθανότητες εμφάνισης καρκίνου όχι μόνο λόγω των μεταβολών που επιφέρει στον οργανισμό, αλλά και επειδή ωθεί τους ανθρώπους προς ανθυγιεινές συνήθειες, που αποτελούν γνωστούς παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξή του όπως το κάπνισμα, η κατανάλωση αλκοόλ και η υπερκατανάλωση φαγητού.

ΔΙΑΦΗΜΙΣΤΙΚΟΣ ΧΩΡΟΣ

Η μελέτη δημοσιεύτηκε στην επιθεώρηση Preventative Medicine.

Πηγή: stogiatro.gr

σχόλια αναγνωστών
oδηγός χρήσης