Ζήσης Ψάλλας
Για άτομα με υψηλό γενετικό κίνδυνο, η έκθεση στον ήλιο στην παιδική ηλικία αποτελεί έναν ισχυρό κίνδυνο ανάπτυξης μελανώματος, ενώ τα άτομα με χαμηλό γενετικό κίνδυνο αναπτύσσουν μελάνωμα μόνο μετά από μεγάλης διάρκειας έκθεσης στο ηλιακό φως.
Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας, καθηγητής David Whiteman, δήλωσε ότι η μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από την μεγαλύτερη παγκοσμίως μελέτη καρκίνου του δέρματος, την QSkin Sun and Health, για να διερευνήσει πώς τα γονίδια και η έκθεση στον ήλιο επηρεάζουν τις πιθανότητες ενός ατόμου να αναπτύξει μελάνωμα.
Η μελέτη QSkin Sun and Health περιλαμβάνει μια ομάδα 43.794 ανδρών και γυναικών ηλικίας 40-69 ετών, από την Αυστραλία που παρακολουθούνται από το 2011.
«Τα ευρήματα της μελέτης δείχνουν ότι τα άτομα με γονίδια που προδιαθέτουν για καρκίνο του δέρματος χρειάζονται μέτρια επίπεδα έκθεσης στο ηλιόλουστο κλίμα της Αυστραλίας για να αναπτύξουν αυτή την ασθένεια», ανέφερε ο Whiteman.
Τα δεδομένα δείχνουν ότι οι άνθρωποι που γεννιούνται και μεγαλώνουν στην Αυστραλία έχουν 50% αυξημένο κίνδυνο μελανώματος, ενώ εκείνοι που μεταναστεύουν στην Αυστραλία ως ενήλικες, οι οποίοι έχουν τα ίδια γονίδια, είναι λιγότερο πιθανό να αναπτύξουν τη θανατηφόρα ασθένεια. Αυτό επιβεβαιώνει ότι η βλάβη από τον ήλιο μέχρι την ηλικία των 20 ετών είναι ιδιαίτερα επικίνδυνη για άτομα με υψηλό γενετικό κίνδυνο, επειδή αρκεί για να προκαλέσει μελανώματα χωρίς να χρειάζεται μακροχρόνια, σωρευτική έκθεση.
Οι άνθρωποι που δεν έχουν τα γονίδια υψηλού κινδύνου για καρκίνο του δέρματος μπορούν επίσης να παρουσιάσουν μελανώματα αλλά χρειάζεται να πάρουν αρκετά μεγάλη δόση ηλιακού φωτός κατά τη διάρκεια της ζωής τους. Αυτοί οι άνθρωποι συχνά έχουν πολλές ηλιακές κηλίδες ως αποτέλεσμα αυτής της ηλιακής έκθεσης. Οι ηλιακές κηλίδες (sunspots) είναι χρωματικές αλλοιώσεις του δέρματος που εκδηλώνονται με γκρίζα, καφέ ή μαύρα επίπεδα στίγματα.
Τα αποτελέσματα της μελέτης δημοσιεύτηκαν στο British Journal of Dermatology.