Γράφουν οι Όλγα Τσιότσιου και Ιωάννα Κεχαγιά, Κλινικές Διαιτολόγοι και η Πολυξένη Κουτκιά – Μυλωνάκη, Ενδοκρινολόγος – Διαβητολόγος, Διευθύντρια Τμήματος Διαιτολογίας ΥΓΕΙΑ.

Κατά την καλοκαιρινή περίοδο οι διατροφικές μας συνήθειες μεταβάλλονται. Οι καλοκαιρινές διακοπές, καθώς επίσης και η τάση μας να βρισκόμαστε περισσότερο χρόνο εκτός σπιτιού μπορούν να επηρεάσουν την επιλογή γευμάτων και ποτών και συνεπώς των προσλαμβανόμενων θερμίδων.

Ωστόσο, πολλοί παράγοντες μπορεί να επιδράσουν στη διάθεση και στην όρεξή μας, συμβάλλοντας με ευεργετικό τρόπο στη διατήρηση ή και ακόμα στην απώλεια του σωματικού μας βάρους.

Επαρκής ενυδάτωση του οργανισμού

Η αύξηση της θερμοκρασίας περιβάλλοντος επηρεάζει σημαντικά τη διατροφική πρόσληψη. Το σώμα μας θερμαίνεται με συνέπεια να προκαλείται έντονη εφίδρωση και συνακόλουθα αυξημένο αίσθημα δίψας. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μειωμένη πρόσληψη τροφής και παράλληλα σε προτίμηση τροφών που περιέχουν μεγάλες ποσότητες νερού.

Εκτός των υγρών που συνεισφέρουν σημαντικά στην ενυδάτωση του οργανισμού, τα φρούτα, τα λαχανικά και κατ’ επέκταση τα λαδερά φαγητά προσφέρουν εξίσου σημαντικές ποσότητες νερού καθώς η περιεκτικότητά τους αγγίζει έως και το 90%. Παράλληλα, τα τρόφιμα αυτά, εκτός από πλούσια σε νερό περιέχουν πολλές φυτικές ίνες και είναι σχετικά φτωχά σε θερμίδες. Εάν είμαστε προσεκτικοί στην ποσότητα του ελαιολάδου που προστίθεται κατά την παρασκευή των λαδερών και της σαλάτας, τότε το συνολικό θερμιδικό περιεχόμενο της διατροφής μπορεί να διατηρείται χαμηλό. Η αυξημένη ποσότητα των φυτικών ινών που περιέχουν οδηγεί στην πλήρωση του στομάχου και συνεπώς στο αίσθημα του κορεσμού, βοηθώντας όσους ενδιαφέρονται να διατηρήσουν ένα φυσιολογικό βάρος σώματος.

Στον αντίποδα, οι υψηλές θερμοκρασίες λειτουργούν αποτρεπτικά στην κατανάλωση μεγάλων γευμάτων, καθώς επίσης και λιπαρών τροφών. Τα γεύματα που περιέχουν βαριές σάλτσες και κορεσμένα λιπαρά είναι περισσότερο δύσπεπτα και προκαλούν δυσφορία κατά την πέψη τους, αυξάνοντας παράλληλα την παραγόμενη θερμότητα από το σώμα μας.

Μικρά & ελαφριά γεύματα

Καλή εναλλακτική λύση αποτελούν τα μικρά και ελαφριά γεύματα που θα περιέχουν πρωτεΐνη με λίγα λιπαρά, όπως πουλερικά και ψάρια σε συνδυασμό με μία πηγή υδατάνθρακα (ψωμί, ρύζι, ζυμαρικό, πατάτα) και σαλάτα με φρέσκα λαχανικά και μικρή ποσότητα ελαιολάδου. Παράλληλα, για τα ενδιάμεσα γευματίδια (σνακ) προτιμήστε δροσερά φρούτα, γιαούρτι χαμηλών λιπαρών ή smoothies. Επίσης, αποφεύγοντας τις αυστηρά στερητικές πρακτικές, μπορείτε να επιλέγετε σαν επιδόρπιο μία απλή μπάλα παγωτό σε συχνότητα 1-2 φορές την εβδομάδα, έτσι ώστε να μην υπερβείτε κατά πολύ τις προσλαμβανόμενες θερμίδες.

Κατανάλωση αλκοόλ και γλυκών με μέτρο!

Συνεχίζοντας στην ίδια συλλογιστική, προκειμένου να μην στερηθείτε πλήρως την απόλαυση ενός αγαπημένου κοκτέιλ ή ποτού, για όσους το επιτρέπει η φυσική τους κατάσταση, περιοριστείτε σε 1-2 ποτά ή κοκτέιλ την εβδομάδα. Θυμηθείτε όμως, ότι τα κοκτέιλ περιέχουν συνήθως ποτά με υψηλούς βαθμούς αλκοόλης αλλά και ζάχαρη, κάτι που συνεπάγεται και μεγαλύτερο θερμιδικό περιεχόμενο. Εναλλακτική επιλογή χαμηλότερων θερμίδων αποτελεί ένα ποτήρι κρύα μπύρα ή ένα ποτήρι κρασί.

Ασκηθείτε κολυμπώντας ή περπατώντας

Καθώς η μέρα διαρκεί περισσότερο, οι καλοκαιρινοί μήνες αποτελούν μία καλή ευκαιρία για να αυξήσετε τη φυσική σας δραστηριότητα. Το κολύμπι στη θάλασσα, οι καλοκαιρινοί περίπατοι αλλά και οποιαδήποτε άλλη μορφή άσκησης που σας ευχαριστεί είναι τρόποι για να διατηρείστε δραστήριοι σε καθημερινή βάση, ενισχύοντας τη λειτουργία του μεταβολισμού και την καύση λιπώδους μάζας.

Τέλος, ο καλός καιρός συμβάλλει στη βελτίωση της διάθεσής μας και στην κινητοποίησή μας, σε αντίθεση με τους χειμερινούς μήνες, όπου το κρύο και ο κακός καιρός μπορεί να μας οδηγήσει να καταφύγουμε σε κατανάλωση παρηγορητικού φαγητού (comfort food) προκειμένου να νιώσουμε, προσωρινά, καλύτερα.

Ανακεφαλαιώνοντας λοιπόν, η επαρκής ενυδάτωση του οργανισμού μας είτε μέσω της κατανάλωσης άφθονου νερού είτε τροφίμων πλούσιων σε υγρά, η τήρηση μικρών και ελαφριών γευμάτων, η υιοθέτηση του μέτρου στην κατανάλωση ποτών και γλυκών, καθώς επίσης και η ένταξη οποιασδήποτε μορφής φυσικής δραστηριότητας αποτελούν παράγοντες που δύνανται να δράσουν συνεργιστικά στη διατήρηση του σωματικού μας βάρους.