Η οστεοπόρωση γνωρίζουμε καλά τα τελευταία χρόνια ότι είναι η οστική νόσος που χαρακτηρίζεται από μειωμένη οστική πυκνότητα και ποιότητα, κάτι το οποίο οδηγεί στην ευθραυστότητα των οστών και σε αυτό που ονομάζουμε οστεοπορωτικό κάταγμα ή κάταγμα χαμηλής βίας.
Ένας από τους κυριότερους παράγοντες που οδηγούν κατά την εμμηνόπαυση τις γυναίκες στην οστεοπόρωση είναι η χαμηλή πρόσληψη ασβεστίου κατά την ηλικία των 15-25 ετών και αυτό είναι ένα πολύτιμο μήνυμα το οποίο πρέπει να περάσει στους εφήβους.
Η οστεοπόρωση, ως νόσος, αφορά μία στις δύο γυναίκες και έναν στους πέντε άνδρες ηλικίας άνω των 50 ετών. Βλέπουμε, λοιπόν, ότι είναι μια συχνή νόσος που τα ποσοστά της αυξάνονται προϊούσης της ηλικίας και, δυστυχώς, τα τελευταία χρόνια αυξάνονται και τα οστεοπορωτικά κατάγματα. Συγκεκριμένα, τα τελευταία 20 χρόνια, από το 2000 και μετά, τα οστεοπορωτικά κατάγματα έχουν διπλασιαστεί και υπολογίζεται ότι το 2050 θα έχουν τριπλασιαστεί. Οι κυριότεροι λόγοι που συμβαίνει αυτό είναι αφενός η γήρανση του πληθυσμού και αφετέρου το γεγονός ότι η οστεοπόρωση ως νόσος υποδιαγιγνώσκεται αλλά και υποθεραπεύεται, εξηγεί ο κ. Νικόλαος Λάγιος, ορθοπεδικός χειρουργός, διευθυντής Α’ Ορθοπεδικής Κλινικής του «Metropolitan General».
Η διάγνωση της οστεοπόρωσης ακόμη και σήμερα γίνεται βασικά με την ακτινολογική εξέταση που ονομάζεται μέτρηση οστικής πυκνότητας και γίνεται σε δύο, κυρίως, μέρη του σκελετού, στην οσφυϊκή μοίρα της σπονδυλικής στήλης και στα ισχία. Επαναλαμβάνεται ανάλογα και με τη βαρύτητα της νόσου κάθε ένα ή δύο χρόνια. Επίσης, κάποιες εξετάσεις αίματος και ούρων (καλσιτονίνη, οστεοκαλσίνη κ.ά.) βοηθούν κυρίως στον έλεγχο της πορείας της νόσου, αλλά και στην αποτελεσματικότητα της θεραπείας που δίνεται.
Τα οστεοπορωτικά κατάγματα πρέπει να ξέρουμε ότι αποτελούν ένα σημαντικό και μεγάλο ιατροκοινωνικό πρόβλημα, που αφορά τους ασθενείς και τους συγγενείς τους, αλλά οπωσδήποτε και την οικονομία των κρατών.
Οστεοπορωτικό κάταγμα μπορεί να συμβεί σε οποιοδήποτε μέρος του σκελετού, αλλά τα συνηθέστερα είναι τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης, του ισχίου και, τέλος, του καρπού. Από αυτά, τα κατάγματα της σπονδυλικής στήλης αντιμετωπίζονται κυρίως συντηρητικά, με κατάκλιση αρχικά, και στη συνέχεια προοδευτική κινητοποίηση με κηδεμόνες ή ζώνες, αλλά αφήνουν -δυστυχώς- τις περισσότερες φορές προβλήματα, με αποτέλεσμα την κακή ποιότητα ζωής.
Τα κατάγματα του ισχίου αντιμετωπίζονται κυρίως χειρουργικά και απαιτούν συνήθως μακρόχρονη αποκατάσταση, ενώ του καρπού αντιμετωπίζονται κυρίως συντηρητικά με ακινητοποίηση με γύψο και στη συνέχεια συχνές φυσικοθεραπείες.
Σίγουρα, η καλύτερη αντιμετώπιση των οστεοπορωτικών καταγμάτων είναι η πρόληψή τους. Η πρόληψή τους, λοιπόν, γίνεται ως εξής:
- Εξέταση από τον ειδικό ιατρό για οστεοπόρωση. Προληπτικά, όλες οι γυναίκες άνω των 50 ετών και όλοι οι άνδρες άνω των 60 ετών μπορούν να υποβληθούν σε μια μέτρηση οστικής πυκνότητας και, εφόσον συνυπάρχουν παράγοντες κινδύνου για οστεοπόρωση (κληρονομικότητα και άλλα), και σε μικρότερη ηλικία.
- Καλή ποιότητα ζωής. Αυτό περιλαμβάνει περπάτημα σε ημερήσια βάση και, εάν είναι δυνατόν, ασκήσεις μυϊκής ενδυνάμωσης ή κολύμβηση.
- Σωστή διατροφή που για την πρόληψη της οστεοπόρωσης σημαίνει ημερήσια πρόσληψη ασβεστίου 1.000-1.200 mg και βιταμίνης D 800-1.000 IU, ποσοστά που μπορεί να είναι αυξημένα σε περιπτώσεις μεγάλης έλλειψης αυτών από τον οργανισμό.
- Μέτρα πρόληψης (κατ’ οίκον κυρίως) για αποφυγή πτώσεων σε άτομα προχωρημένης ηλικίας.
Τέλος, πρέπει να γνωρίζουμε ότι η οστεοπόρωση θεραπεύεται. Απαραίτητη προϋπόθεση είναι, όμως, η συμμόρφωση των ασθενών στην εκάστοτε θεραπεία (δυστυχώς, το ποσοστό είναι < 40% διεθνώς). Ευτυχώς, τα τελευταία χρόνια η φαρμακευτική φαρέτρα έχει εμπλουτισθεί με πολύ αποτελεσματικά φάρμακα και αναμένονται σύντομα και καινούργια, πολλά υποσχόμενα.