Γράφει η Αφροδίτη Καπώνη, Νευρολόγος,
Διευθύντρια Α΄ Νευρολογικής Κλινικής
Metropolitan General
Η νόσος του Parkinson είναι μια βραδέως εξελισσόμενη νόσος του κεντρικού νευρικού συστήματος. Προκαλεί μείωση της κινητικότητας και δυσκαμψία που, συχνά, συνοδεύονται από τρόμο κατά την ηρεμία και διαταραχές ισορροπίας.
Είναι συχνή στις προχωρημένες ηλικίες και είναι η δεύτερη συχνότερη νευροεκφυλιστική νόσος μετά τη νόσο Alzheimer. Η συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης είναι μεταξύ 55 και 60 ετών, ωστόσο υπάρχουν σπάνιες περιπτώσεις που ξεκινούν ακόμη και στην τρίτη 10ετία της ζωής.
Η πάθηση αυτή προκαλείται από τη μειωμένη παρουσία στον εγκέφαλο ενός νευρομεταβιβαστή, της ντοπαμίνης, αν και φαινεται να επηρεάζονται και άλλοι νευρομεταβιβαστές. Το γιατί συμβαίνει αυτό είναι άγνωστο.
Συμπτώματα
Τα συμπτώματα της νόσου Parkinson εμφανίζονται αργά και ύπουλα με προοδευτική επιδείνωση και μπορεί, στα αρχικά στάδια, να προσβάλλεται η μία μόνο πλευρά του σώματος. Για τους παραπάνω λόγους η διάγνωση, πολλές φορές, καθυστερεί να τεθεί για μήνες ή και χρόνια. Οι χαρακτηριστικές εκδηλώσεις της πάθησης είναι η βραδυκινησία, η δυσκαμψία και ο τρόμος. Η νόσος μπορεί να εκδηλωθεί με όλες αυτές τις εκδηλώσεις ταυτόχρονα ή με μία από αυτές, γι’ αυτό συχνά η έναρξη της νόσου είναι άτυπη. Ιδιαίτερα σε περιπτώσεις που οι ασθενείς δεν εμφανίζουν τρόμο αλλά μόνον βραδυκινησία και δυσκαμψία με αποτέλεσμα μυϊκούς και αρθρικούς πόνους, οδηγούνται σε γιατρούς άλλης ειδικότητας όπως ορθοπεδικοί ή ρευματολόγοι.
Οι παραπάνω διαταραχές προκαλούν προοδευτική διαταραχή της βάδισης, μείωση των αυτοματοποιημένων κινήσεων, υποφωνία και διαταραχές της γραφής (μικρογραφία). Συνοδά συμπτώματα μπορούν να είναι η βραδύτητα της σκέψης, διαταραχές συγκέντρωσης και προσοχής, ήπιες διαταραχές προσωπικότητας, νοητική έκπτωση, συναισθηματικές διαταραχές, ορθοστατική υπόταση, δυσκοιλιότητα, διαταραχές της ούρησης κ.ά.
Η πορεία της νόσου ποικίλλει από ασθενή σε ασθενή. Στους περισσότερους η νόσος εξελίσσεται αργά αλλά σε άλλες περιπτώσεις υπάρχει σαφώς ταχύτερη εξέλιξη που οδηγεί σε πλήρη ακινητοποίηση του ασθενούς.
Διάγνωση
Η διάγνωση της νόσου Parkinson παραμένει και σήμερα καθαρά κλινική, δηλαδή βασίζεται στην αναγνώριση από το νευρολόγο των ειδικών συμπτωμάτων της πάθησης. Ο έλεγχος με αξονική τομογραφία, μαγνητική τομογραφία, ηλεκτροεγκεφαλογράφημα, ηλεκτρομυογράφημα ή άλλες εξετάσεις δεν αναδεικνύουν χαρακτηριστικά ευρήματα. Θα πρέπει ωστόσο να γίνει ειδική μνεία στο σπινθηρογράφημα ντοπαμινεργικών υποδοχέων των βασικών γαγγλίων του εγκεφάλου (DaTSCAN). Αυτή η εξέταση επιβεβαιώνει ή όχι την έλλειψη ντοπαμίνης, όχι όμως και την διάγνωση της νόσου Parkinson, γιατί μπορεί να είναι παθολογική και σε άλλες παθήσεις. Ωστόσο δεν θεωρείται απαραίτητη για την διάγνωση της νόσου.
Παρόμοια συμπτώματα με την νόσο Parkinson προκαλεί ο φαρμακευτικός παρκινσονισμός, η προϊούσα υπερπυρηνική παράλυση, η ραβδωτο-μέλαινα εκφύλιση, η ατροφία πολλαπλών συστημάτων, η δηλητηρίαση με μονοξείδιο του άνθρακα ή μαγγάνιο, ο επικοινωνών υδροκέφαλος, οι πολλαπλές εγκεφαλικές κακώσεις, τα πολλαπλά μικροισχαιμικά εγκεφαλικά επεισόδια, οι όγκοι εγκεφάλου, ο ιδιοπαθής τρόμος κ.λπ.
Θεραπεία
Η θεραπεία της νόσου Parkinson είναι φαρμακευτική. Σήμερα διατίθεται πολλά και ποικίλα φάρμακα για την αντιμετώπιση των συμπτωμάτων της. Ο νευρολόγος θα πρέπει να γνωρίζει τον τρόπο δράσης τους, τις παρενέργειές τους και τις αλληλεπιδράσεις τους με συγχορηγούμενα φάρμακα, δεδομένου ότι κατά κανόνα οι ασθενείς είναι κάποιας ηλικίας. Δεν υπάρχουν απόλυτες αρχές στην αντιμετώπιση ασθενών με νόσο Parkinson και η θεραπεία θα πρέπει να προσαρμόζεται στις ανάγκες και τις ιδιαιτερότητες του κάθε ασθενούς. Η θεραπεία της νόσου είναι μέχρι σήμερα συμπτωματική, δηλαδή ανακουφίζει τον ασθενή από τα συμπτώματα του αλλά δεν επηρεάζει την εξέλιξη της.
Τα κυριότερα φάρμακα που χορηγούνται είναι η L-Dopa, οι ντοπαμινεργικοί αγωνιστές, η σελεγιλίνη, η ρασαγιλίνη, η εντακαπόνη, η απομορφίνη, η αμανταδίνη, η προπρανολόνη και τα αντιχολινεργικά. Στην πλειονότητα των ασθενών με προχωρημένη νόσο συνήθως χορηγείται συνδυασμός πολλών φαρμάκων στην προσπάθεια να επιτευχθεί ικανοποιητικό αποτέλεσμα.
Σε περιορισμένο αριθμό ασθενών μπορεί να εφαρμοσθεί χειρουργική θεραπεία με στερεοτακτική επέμβαση στα βασικά γάγγλια του εγκεφάλου ή με εμφύτευση εν τω βάθει ηλεκτροδίων και ηλεκτρικό ερεθισμό.
Τέλος, απαιτείται υποστήριξη του ασθενούς με φυσιοθεραπεία, εργοθεραπεία, λογοθεραπεία και βεβαίως ψυχολογική υποστήριξη.