Κατά τους εννέα μήνες της κύησης, το σώμα προετοιμάζεται για το θηλασμό. Ως εκ τούτου, ο μαστός υφίσταται φυσιολογικές αλλαγές λόγω των ορμονικών διακυμάνσεων, οι οποίες αυξάνουν το μέγεθός του και την περιεκτικότητά του σε νερό. Αυτές οι αλλαγές μπορούν να εμφανιστούν ήδη μια εβδομάδα μετά τη σύλληψη και να συνεχιστούν μέχρι και το θηλασμό, ενώ οι μαστοί επιστρέφουν στην αρχική τους μορφή 3 μήνες μετά τη διακοπή του.
«Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι οι μεταβολές αυτές ποικίλλουν από γυναίκα σε γυναίκα και εκδηλώνονται κλινικά με την αυξημένη πυκνότητα, την οζώδη μορφολογία και ενίοτε με την παρουσία ψηλαφητών ογκιδίων. Η κλινική δυσκολία που προκύπτει αφορά όχι μόνο στη διάγνωση και στη θεραπεία, αλλά και στην επίπτωση που μπορούν να έχουν αυτές στο έμβρυο. Βασικός στόχος της κλινικής αξιολόγησης των ψηλαφητών ογκιδίων του μαστού κατά την εγκυμοσύνη και το θηλασμό είναι ο αποκλεισμός της κακοήθειας. Καθώς όλο και περισσότερες γυναίκες καθυστερούν την τεκνοποίηση, η συχνότητα εμφάνισης καρκίνου του μαστού στην εγκυμοσύνη αυξάνεται. Παρά το γεγονός ότι ο καρκίνος του μαστού κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης, σύμφωνα με την American Cancer Society, είναι σπάνιος, είναι σημαντικό να επισημάνουμε ότι το 20% των ψηλαφητών ογκιδίων κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου αφορούν σε κακοήθειες», αναφέρει η κ. Ανδριάνα Κουλούρα Γενική Χειρουργός – Χειρουργός Μαστού Διευθύντρια Κλινικής Μαστού ΛΗΤΩ και συνεχίζει:
«Για το λόγο αυτό οι γυναίκες θα πρέπει να υποβάλλονται σε περιοδικές εξετάσεις του μαστού κατά τη διάρκεια του προγεννητικού ελέγχου. Εκτός από την ψηλάφηση, ο υπέρηχος μαστών αποτελεί την εξέταση εκλογής, καθώς δεν έχει καμία επίπτωση στο έμβρυο. Η μαστογραφία κατά τη διάρκεια της κύησης παρόλο που δεν αντενδείκνυται, εάν υπάρξει η κατάλληλη κάλυψη της κοιλιακής χώρας, ζητείται μόνο όταν υπάρχει σοβαρή υποψία κακοήθειας. Ωστόσο η διαγνωστική της αξία είναι περιορισμένη λόγω των μεταβολών στο μαστό. Η μαγνητική μαστών (MRI) δεν ενδείκνυται καθώς δεν έχει εξακριβωθεί πλήρως η ασφάλεια στη χρήση του σκιαγραφικού ως προς το έμβρυο. Στο θηλασμό ωστόσο είναι αποδεκτή αν και η ευαισθησία της είναι μειωμένη. Η βιοψία, όπου αυτή είναι αναγκαία για τη διάγνωση, μπορεί να πραγματοποιηθεί με τη χρήση κόπτουσας βελόνης (Core Biopsy), ενώ η χρήση τοπικού αναισθητικού θεωρείται ασφαλής τόσο στην κύηση όσο και στη γαλουχία» συμπληρώνει.
Τι μπορεί να είναι τα ογκίδια αυτά και πώς αντιμετωπίζονται;
Φραγμένος γαλακτοφόρος πόρος: Στο δεύτερο και τρίτο τρίμηνο, είναι η πιο πιθανή αιτία ενός ψηλαφητού μορφώματος στο μαστό. Κλινικά μπορεί να είναι σκληρός, ήπια επώδυνος και έχει την τάση να εξαφανίζεται μετά από μερικές ημέρες ενώ μπορεί να επανέλθει με το θηλασμό. Η χρήση κατάλληλου στηθόδεσμου μαζί με ζεστές κομπρέσες και μαλάξεις στην περιοχή ανακουφίζουν από τον πόνο και βοηθούν να υποχωρήσει η διόγκωση. Εάν, όμως, δεν υποχωρεί ή χειροτερεύσει θα χρειαστεί κλινική εκτίμηση και περαιτέρω διερεύνηση.
Αδενώματα γαλουχίας: Πρόκειται για καλοήθεις ορμονοεξαρτώμενες μάζες. Είναι συχνά (περίπου το 70% των ψηλαφητών ευρημάτων), μοιάζουν με τα ινοαδενώματα, εμφανίζονται σαν ψηλαφητές, κινητές, ανώδυνες μάζες κυρίως κατά τη διάρκεια του θηλασμού και σπάνια πριν το τρίτο τρίμηνο, ενώ μπορεί να υποχωρήσουν αυτόματα με το πέρας του θηλασμού. Η διαχείρισή τους γίνεται με στενή παρακολούθηση ενώ εάν υπάρχουν ύποπτα χαρακτηριστικά, πρέπει να γίνει βιοψία.
Γαλακτοκήλες: Η πιο κοινή μάζα στο μαστό κατά το θηλασμό και μετά το πέρας αυτού. Κλινικά πρόκειται για μια ανώδυνη μάζα και μπορεί να αφορά και στους δύο μαστούς. Μπορεί να υποχωρήσει αυτόματα, όμως, η εκκενωτική παρακέντηση του περιεχομένου της έχει διαγνωστικό και θεραπευτικό ρόλο και πάντα πρέπει να συνοδεύεται από απεικονιστικές εξετάσεις.
Ινοαδενώματα: Στα ήδη υπάρχοντα ινοαδενώματα, λόγω της αυξημένης αγγείωσης, μπορεί να παρατηρηθεί αύξηση του μεγέθους τους κατά 20%. Αυτή η ταχεία ανάπτυξη μερικές φορές προκαλεί εστιακό πόνο. Κάθε νέο ή ύποπτο εύρημα θα πρέπει να επιβεβαιώνεται με παρακέντηση και βιοψία.
Κύστεις: Εμφανίζονται με την ίδια συχνότητα κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης και του θηλασμού, όπως στο φυσιολογικό μαστό. Είναι συχνότερες στις νέες γυναίκες. Η αντιμετώπιση επιπλεγμένων κύστεων περιλαμβάνει στενή παρακολούθηση ή/και παρακέντηση, ενώ σπανιότερα μπορεί να χρειαστεί βιοψία.
Μαστίτιδα ή απόστημα μαστού: Συμβαίνει συχνότερα κατά τη διάρκεια του θηλασμού, ακόμη και μήνες μετά την έναρξή του. Τα πιο συχνά παθογόνα είναι ο σταφυλόκοκκος και ο στρεπτόκοκκος ή το κολοβακτηρίδιο (Escherichia coli). Η διάγνωση είναι κλινική, αν και η απεικόνιση ενδείκνυται εάν υπάρχει υποψία για απόστημα ή κακοήθεια. Η αντιμετώπιση του αποστήματος του μαστού περιλαμβάνει διαγνωστική και θεραπευτική παρακέντηση, καλλιέργεια του υγρού και κατάλληλη θεραπεία με αντιβιοτικά ενώ σε εμμένον απόστημα ή εάν είναι μεγαλύτερο από 3 εκατοστά, χειρουργική διάνοιξη. Εάν μετά την κατάλληλη θεραπεία τα ευρήματα δεν υποχωρήσουν, πρέπει να αποκλειστεί η πιθανότητα καρκίνου.