Ζήσης Ψάλλας
Τα άτομα με υψηλά επίπεδα σιδήρου όχι μόνο προστατεύονται από την αναιμία αλλά είναι λιγότερο πιθανό να έχουν υψηλή χοληστερόλη, σύμφωνα με μελέτη ερευνητών από το Imperial College London, το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας (UniSA) και το Πανεπιστήμιο Ιωαννίνων.
Oι ερευνητές χρησιμοποίησαν γενετικά και κλινικά δεδομένα από περίπου 500.000 άτομα της βρετανικής Biobank, εξετάζοντας το ρόλο του σιδήρου και τον αντίκτυπο που έχει στην υγεία.
Η έλλειψη σιδήρου είναι καλά τεκμηριωμένη, με περίπου 1,2 δισεκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως που ζουν με αναιμία, οδηγώντας σε σοβαρά προβλήματα υγείας αν δεν υπάρξει αντιμετώπιση.
Αυτό που είναι λιγότερο γνωστό είναι η επίδραση της περίσσειας σιδήρου όπου το σώμα αποθηκεύει υπερβολικά πολύ σίδηρο, το οποίο μπορεί να οδηγήσει σε ηπατικές νόσους, καρδιακά προβλήματα και διαβήτη σε ακραίες περιπτώσεις.
Περίπου το 25-65% των διαφορών μεταξύ των ατόμων σε επίπεδα σιδήρου οφείλονται σε γενετικούς παράγοντες, σύμφωνα με τον γενετιστή Δρ. Beben Benyamin, από το Πανεπιστήμιο της Νότιας Αυστραλίας.
«Χρησιμοποιήσαμε μια στατιστική μέθοδο, που ονομάζεται Μεντελιανή τυχαιοποίηση, η οποία χρησιμοποιεί γενετικά δεδομένα για να εκτιμήσει καλύτερα την αιτιώδη επίδραση της ποσότητας σιδήρου σε 900 ασθένειες και καταστάσεις, μέσω της οποίας βρήκαμε τη σχέση μεταξύ περίσσειας σιδήρου και μειωμένου κινδύνου υψηλής χοληστερόλης» είπε ο Benyamin.
Και πρόσθεσε: «Αυτό μπορεί να είναι σημαντικό, δεδομένου ότι η αυξημένη χοληστερόλη αποτελεί μείζονα παράγοντα καρδιαγγειακής νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου».
Ωστόσο, o σίδηρος είναι ένα δίκοπο μαχαίρι. Τα υψηλά επίπεδα σιδήρου θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε μεγαλύτερο κίνδυνο βακτηριακών δερματικών λοιμώξεων, όπως η κυτταρίτιδα και τα αποστήματα.
Προηγούμενες μελέτες έχουν βρει ότι τα βακτήρια χρειάζονται σίδηρο για να επιζήσουν και να αναπτυχθούν, αλλά η μελέτη Biobank είναι η πρώτη που χρησιμοποιεί μεγάλης κλίμακας πληθυσμιακά δεδομένα για να στηρίξει τη σχέση μεταξύ υπερφόρτωσης σιδήρου και βακτηριακών δερματικών λοιμώξεων. Η κυτταρίτιδα επηρεάζει περίπου 21 εκατομμύρια ανθρώπους κάθε χρόνο, με αποτέλεσμα περισσότερους από 17.000 θανάτους παγκοσμίως, καθιστώντας την παγκόσμια προτεραιότητα υγείας.
Ο Δρ. Dipender Gill από το Imperial College London, ο οποίος συμμετείχε στη μελέτη λέει ότι η σπουδαιότητά της είναι η ικανότητά της να «καθορίζει γρήγορα και αποτελεσματικά την επίδραση της γενετικά αυξημένης κατάστασης σιδήρου σε εκατοντάδες κλινικά σχετικές εκβάσεις χρησιμοποιώντας δεδομένα που έχουν ήδη καταγραφεί».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό PLOS Medicine.