Η Dana Bliuc, Ph.D., από το Ινστιτούτο Ιατρικής Έρευνας Garvan στο Ντάρλινγκχερστ της Αυστραλίας, και οι συνεργάτες της εξέτασαν τη συσχέτιση μεταξύ ενός αυτοαναφερόμενου περιορισμού βάδισης κάτω από 1.000 μέτρα και ενός πενταετούς κινδύνου για κάταγμα μεταξύ 266.912 συμμετεχόντων.
Τα κατάγματα επηρεάζουν περίπου το 40% των γυναικών και το 25% των ανδρών ηλικίας άνω των 60 ετών, και η συχνότητά τους αυξάνεται εκθετικά για μεγαλύτερες ηλικίες. Η προσωπική επιβάρυνση των καταγμάτων περιλαμβάνει αυξημένο κίνδυνο αναπηρίας, απώλεια της ανεξαρτησίας και την πρόωρη θνησιμότητα. Η μυϊκή λειτουργία συνδέεται με τον κίνδυνο κατάγματος όχι μόνο λόγω της συσχέτισής της με τον κίνδυνο πτώσεων αλλά και λόγω της στενής συσχέτισής της με την απώλεια οστικής μάζας, που είναι ένας από τους ισχυρότερους παράγοντες πρόβλεψης του κινδύνου κατάγματος.
Είναι ευρέως αναγνωρισμένο ότι τα οστά και οι μύες επικοινωνούν μέσω παρακρινών και ενδοκρινικών σημάτων για να συντονίσουν την απόκριση στη φόρτιση και τον τραυματισμό σε όλη τη διάρκεια της ζωής. Στη διαδικασία της γήρανσης, η απώλεια οστού και η μυϊκή απώλεια τείνουν να συμβαίνουν ταυτόχρονα, οδηγώντας σε αυξημένο κίνδυνο πτώσεων, καταγμάτων και θνησιμότητας. Επιπλέον, αρκετές επιδημιολογικές μελέτες έχουν δείξει ότι η σωματική δραστηριότητα σχετίζεται με μείωση του κινδύνου κατάγματος, τόσο σε γυναίκες όσο και σε άνδρες.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι περίπου το 20% των συμμετεχόντων ανέφεραν έναν βαθμό περιορισμού στο περπάτημα κάτω από τα 1.000 μέτρα κατά την έναρξη και κατά τη διάρκεια μιας μέσης παρακολούθησης 4,1 ετών, 7.190 γυναίκες και 4.267 άνδρες παρουσίασαν ένα περιστατικό κατάγματος.
Τόσο ο λίγος περιορισμός όσο και ο πολύς περιορισμός συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο για κάταγμα σε άνδρες και γυναίκες σε σύγκριση με συμμετέχοντες που δεν ανέφεραν περιορισμούς στο περπάτημα (ο λίγος περιορισμός μεταξύ των γυναικών είχε αυξημένο κίνδυνο 32% στις γυναίκες και 49% στους άνδρες ενώ ο πολύς περιορισμός είχε αυξημένο κίνδυνο 60% στις γυναίκες και ήταν διπλάσιος στους άντρες.
Έξι στα 10 κατάγματα οφείλονταν σε περιορισμούς στο περπάτημα. Αυτή η συσχέτιση ήταν σημαντική για μη σπονδυλικό κάταγμα ισχίου, σπονδύλου και μη ισχίου, με τους κινδύνους να κυμαίνονται από 21% έως 219%.
«Σε αυτή τη μελέτη, οι αυτοαναφερόμενοι περιορισμοί βάδισης ήταν συνηθισμένοι· δεδομένου ότι εντοπίζονται εύκολα, θα πρέπει να αναζητηθούν από τους κλινικούς γιατρούς για να εντοπίσουν υποψήφιους υψηλού κινδύνου για περαιτέρω αξιολόγηση των οστών», γράφουν οι συγγραφείς.