Θάνος Ξυδόπουλος
Η έγκαιρη ταυτοποίηση του Candida auris, ενός δυνητικά θανατηφόρου μύκητα που προκαλεί λοιμώξεις στην κυκλοφορία του αίματος και ενδοκοιλιακές λοιμώξεις, είναι το «κλειδί» για τον έλεγχο της εξάπλωσής του.
Η ανάδυσή του έχει επισημάνει κενά στην ικανότητα αναγνώρισης μυκήτων στις ΗΠΑ και σε όλο τον κόσμο, ενώ οι γιατροί θα πρέπει να είναι σε εγρήγορση για τους παράγοντες κινδύνου. Το σχόλιο αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Annals of Internal Medicine».
Ο Candida auris είναι διαφορετικός από τα πιο γνωστά είδη Candida με διάφορους τρόπους και η αντοχή του στα φάρμακα είναι πρωτοφανής μεταξύ των γνωστών ανθρώπινων παθογόνων ζυμών.
Τα περισσότερα είδη Candida δεν πιστεύεται ότι μεταδίδονται σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης και δεν απαιτούν μέτρα ελέγχου της μόλυνσης όταν ένας ασθενής αναπτύσσει τη μόλυνση.
Ωστόσο, σε αντίθεση με άλλα είδη μυκήτων, ο Candida auris μεταδίδεται συχνά μεταξύ ασθενών σε χώρους υγειονομικής περίθαλψης, προκαλώντας εστίες που δεν επηρεάζουν μόνο μία εγκατάσταση.
Η ικανότητα του Candida auris να επιμένει και να μολύνει το περιβάλλον της υγειονομικής περίθαλψης και τις ιατρικές συσκευές συμβάλλει πιθανώς σε αυτές τις εστίες.
Σύμφωνα με τους εμπειρογνώμονες των Κέντρων Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) των ΗΠΑ, η προηγούμενη νοσηλεία σε μια χώρα όπου υπήρξε μετάδοση Candida auris είναι ένας γνωστός παράγοντας κινδύνου για μόλυνση. Το ίδιο και η λήψη μακροχρόνιας υγειονομικής περίθαλψης σε νοσοκομεία οξείας φροντίδας και γηροκομεία.
Οι συχνές νοσηλείες και η λήψη πολλαπλών σειρών αντιβιοτικών ευρέως φάσματος είναι επίσης σημαντικοί παράγοντες κινδύνου.
Οι συγγραφείς λένε ότι η προειδοποίηση για αυτούς τους παράγοντες κινδύνου και η επιλογή των κατάλληλων ασθενών είναι το κλειδί για τον έλεγχο της εξάπλωσης του Candida auris.