Γράφει η Αφροδίτη Κώτση, Νευρολόγος
Χρόνια αφοσιωμένης έρευνας οδήγησαν σε νέες θεραπείες για την πολλαπλή σκλήρυνση (σκλήρυνση κατά πλάκας), επιτρέποντας στους πάσχοντες να απολαμβάνουν καλύτερη ποιότητα ζωής.
Τα τελευταία χρόνια, νέα φάρμακα είναι διαθέσιμα για να βοηθήσουν στην επιβράδυνση της εξέλιξης της νόσου και στη διαχείριση των συμπτωμάτων της. Θεραπείες τροποποίησης της νόσου (DMTs) είναι η κύρια ομάδα φαρμάκων που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία της σκλήρυνσης κατά πλάκας.
Πρόσφατα, ο EMA (Ευρωπαϊκός Οργανισμός Φαρμάκων) ενέκρινε τα παρακάτω φαρμακευτικά σκευάσματα:
Α) Κλαδριβίνη (MAVENCLAD): Ενδείκνυται για τη θεραπεία ενηλίκων ασθενών με υψηλά ενεργή υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση. Στοχεύει στα λεμφοκύτταρα Β και Τ. Είναι χάπι που λαμβάνεται από το στόμα χωρίς νοσηλεία. Η δόση καθορίζεται από το σωματικό βάρος και χορηγείται σε δύο θεραπευτικές περιόδους διάρκειας 2 ετών.
Κάθε ετήσια θεραπεία αποτελείται από 2 εβδομάδες θεραπείας (4 ή 5 ημέρες) που θα πραγματοποιηθούν με διαφορά περίπου ενός μήνα. Μετά την ολοκλήρωση των 2 περιόδων θεραπείας, δεν απαιτείται περαιτέρω θεραπεία με κλαδριβίνη κατά τα έτη 3 και 4.
Έχει ευνοϊκό προφίλ ασφάλειας:
- α) Δεν υπάρχουν δεδομένα αύξησης του κινδύνου εμφάνισης κακοήθειας
- β) Δεν υπάρχει αύξηση των λοιμώξεων
- γ) Δεν υπάρχει περιστατικό εμφάνισης PML.
Β) Ocrelizumab (Ocrevus): Εγκεκριμένη για την πρωτοπαθώς προϊούσα πολλαπλή σκλήρυνση (ΠΠΠΣ) καθώς και για την υποτροπιάζουσα πολλαπλή σκλήρυνση σε ενήλικες ασθενείς. Στοχεύει εκλεκτικά στα Β κύτταρα που εκφράζουν το CD20 αντιγόνο. Χορηγείται 2 φορές το χρόνο ως έγχυση IV ενδονοσοκομειακά.
Γ) Siponimod (Mayzent): Είναι θεραπεία που ενδείκνυται για ενήλικες ασθενείς με δευτερογενή προϊούσα σκλήρυνση κατά πλάκας (SPMS) και ενεργότητα της νόσου. Λαμβάνεται μία φορά την ημέρα από το στόμα. Λειτουργεί μειώνοντας τον αριθμό των λεμφοκυττάρων στο περιφερικό αίμα με στόχο την ελαχιστοποίηση της μετανάστευσης των λεμφοκυττάρων στο κεντρικό νευρικό σύστημα. Πριν από την έναρξη της φαρμακευτικής αγωγής, πρέπει να ελεγχθεί ο γονότυπος CYP2C9. Η έναρξη της θεραπείας απαιτεί ιατρική παρακολούθηση.