Τα διεθνή συνέδρια αποτελούν πάντα ορόσημα για τη θεραπευτική του καρκίνου καθώς ανακοινώνονται συνήθως μελέτες που αλλάζουν την καθημερινή μας πρακτική. Αναμφίβολα, το Αμερικανικό Συνέδριο Κλινικής Ογκολογίας (American Society of Clinical Oncology – ASCO) που διεξήχθη στις αρχές Ιουνίου στο Σικάγο αποτελεί ένα τέτοιο βήμα που αναμένεται πάντα με ιδιαίτερο ενδιαφέρον.
Όπως αναφέρουν οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής (Νοσοκομείο Αλεξάνδρα) Μιχάλης Λιόντος (Επίκουρος Καθηγητής Ογκολογίας), Δρ. Μαρία Καπαρέλου (Ογκολόγος – Παθολόγος) και ο Θάνος Δημόπουλος (τ. Πρύτανης ΕΚΠΑ, Καθηγητής Θεραπευτικής – Ογκολογίας – Αιματολογίας και Διευθυντής της Θεραπευτικής Κλινικής), στο φετινό συνέδριο παρουσιάστηκαν ιδιαίτερα ενδιαφέροντα στοιχεία που αφορούν στην χειρουργική αντιμετώπιση της νόσου αλλά και μελέτες που θέτουν τις βάσεις να διερευνηθούν νέες θεραπευτικές προσεγγίσεις στο άμεσο μέλλον.
Συγκεκριμένα, στο ASCO2024 παρουσιάστηκαν δύο μελέτες με χειρουργικό ενδιαφέρον. Η πρώτη, η μελέτη SOC-1 διερεύνησε το όφελος που προκύπτει από την χειρουργική αντιμετώπιση του υποτροπιάζοντα καρκίνου ωοθηκών. Συγκεκριμένα, ασθενείς που είχαν κάνει υποτροπή της νόσου τουλάχιστον 6 μήνες μετά την τελευταία χορήγηση χημειοθεραπείας και εφόσον πληρούσαν συγκεκριμένα κριτήρια επιλογής για χειρουργείο όπως ορίζονται από τον αλγόριθμο iMODEL, τυχαιοποιούνταν είτε να λάβουν απευθείας χημειοθεραπεία είτε να χειρουργηθούν αρχικά και ακολούθως να λάβουν θεραπεία. Η μελέτη είχε ήδη δείξει όφελος από το χειρουργείο αναφορικά με τον χρόνο ως την υποτροπή της νόσου. Φέτος ανακοινώθηκαν τα αποτελέσματα ολικής επιβίωσης που δεν έδειξαν στατιστικά σημαντική διαφορά.
Όμως, όπως έδειξε η διερευνητική στατιστική ανάλυση, το χειρουργείο πρόσφερε μακροχρόνια επιβίωση σε κατά απόλυτο αριθμό 10% περισσότερες γυναίκες σε σχέση με τη χημειοθεραπεία μόνο. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι αυτή ήταν η τρίτη μεγάλη μελέτη που έχει διερευνήσει το θέμα αυτό. Τα αποτελέσματα των τριών μελετών είναι αντικρουόμενα, αλλά όλοι οι επιστήμονες συμφωνούν ότι η χειρουργική εξαίρεση της νόσου έχει όφελος επιβίωσης για τις γυναίκες με υποτροπιάζοντα καρκίνο ωοθηκών εφόσον αυτές είναι κατάλληλα επιλεγμένες ώστε το χειρουργείο να μπορέσει να εξαιρέσει όλη την ορατή νόσο και μέχρι τώρα φαίνεται ότι τα καταλληλότερα κριτήρια επιλογής είναι αυτά που έχουν αναπτυχθεί από τη γερμανική ερευνητική ομάδα AGO.
Θα πρέπει βέβαια να τονιστεί ότι τα τελευταία χρόνια έχει μεταβληθεί ιδιαίτερα η θεραπευτική του καρκίνου ωοθηκών με τη χρήση των αναστολέων PARP αλλά και η διαγνωστική με την καθιέρωση της εξέτασης PET/CT για την υποτροπιάζουσα νόσο. Είναι επομένως απαραίτητο να συλλεγούν δεδομένα για την αποτελεσματικότητα του χειρουργείου στην υποτροπή της νόσου για ασθενείς που λαμβάνουν τον σύγχρονο τρόπο θεραπευτικής αντιμετώπισης.
Η δεύτερη χειρουργική μελέτη – η μελέτη CARACO – διερεύνησε τη σημασία του οπισθοπεριτοναϊκού λεμφαδενικού καθαρισμού σε γυναίκες με προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών που υποβάλλονται σε χειρουργείο μετά από εισαγωγική χημειοθεραπεία. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι για όσες γυναίκες υποβάλλονται εξαρχής σε χειρουργείο για την αντιμετώπιση της νόσου τους, έχει ήδη αποδειχθεί ότι ο οπισθοπεριτοναϊκός λεμφαδενικός καθαρισμός δεν παρέχει όφελος επιβίωσης εφόσον δεν υπάρχει μακροσκοπικά ορατή νόσος.
Η μελέτη CARACO τυχαιοποιώντας ασθενείς που είχαν λάβει ήδη χημειοθεραπεία αρχικά να κάνουν ή όχι οπισθοπεριτοναϊκό λεμφαδενικό καθαρισμό, κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα. Τα δεδομένα είναι αρκετά ενδιαφέροντα δεδομένου ότι τα τελευταία χρόνια αυξάνει το ποσοστό των γυναικών με προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών που αρχικά λαμβάνουν χημειοθεραπεία και ακολούθως χειρουργούνται. Με βάση τα αποτελέσματα της μελέτης, απλοποιείται η χειρουργική επέμβαση μειώνοντας σημαντικά τη νοσηρότητα για τις ασθενείς.
Σχετικά με τις συστηματικές θεραπείες παρουσιάστηκαν αρκετά δεδομένα που μπορούν να αποτελέσουν τη βάση για μεγαλύτερες φάσης ΙΙΙ μελέτες. Τα δεδομένα αυτά εστιάστηκαν κυρίως στους μηχανισμούς αντίστασης στους PARP αναστολείς που αποτελούν αυτή τη στιγμή καθιερωμένη θεραπεία συντήρησης για τη μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών με προχωρημένο καρκίνο ωοθηκών . Ο συνδυασμός PARP αναστολέα και αναστολέα της κινάσης ATR φαίνεται αρκετά υποσχόμενος με βάση μια ομάδα ασθενών μελέτης φάσης ΙΙ που ανακοινώθηκε στο συνέδριο. Εφόσον η αποτελεσματικότητα είναι παρόμοια και στις υπόλοιπες ομάδες της μελέτης, θα άξιζε σίγουρα ο συνδυασμός αυτός να προχωρήσει σε φάσης ΙΙΙ κλινική μελέτη. Αντίστοιχα για τα διαυγοκυτταρικά νεοπλάσματα που έχουν πτωχές ανταποκρίσεις στις συνηθισμένες θεραπείες και χειρότερη πρόγνωση, παρουσιάστηκε φάσης ΙΙ μελέτη που συνέκρινε το συνδυασμό ανοσοθεραπείας με ιπιλιμουμάμπη και νιβολουμάμπη έναντι της νιβολουμάμπης μόνο.
Ο συνδυασμός απέδειξε διπλάσιο ποσοστό ανταποκρίσεων έναντι της μονοθεραπείας και θα μπορούσε να αποτελέσει θεραπευτική επιλογή για αυτή την ομάδα των ασθενών που συχνά οι θεραπευτικές επιλογές είναι περιορισμένες. Το διαυγοκυτταρικό καρκίνωμα είναι γνωστό ότι είναι ανθεκτικό στις κλασικές θεραπείες για τον καρκίνο ωοθηκών όμως υπάρχουν δεδομένα για ανταπόκριση κάποιων περιστατικών στην ανοσοθεραπεία. Τέλος, για την ομάδα των ασθενών με υποτροπιάζουσα νόσο που δεν κρίνεται κατάλληλη για θεραπεία με πλατίνα, η αναστολή του μονοπατιού AXL μαζί με πακλιταξέλη όπως και η προσθήκη ανοσοθεραπείας στην καθιερωμένη αγωγή δεν απέδειξαν κάποιο περαιτέρω όφελος σε φάσης ΙΙΙ μελέτες.
Επομένως, το φετινό συνέδριο παρείχε σημαντικά δεδομένα που καθορίζουν το βέλτιστο τρόπο χειρουργικής αντιμετώπισης της νόσου. Παράλληλα όμως, ανοίγουν νέα μονοπάτια για τη βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών που όμως θα χρειαστούν περαιτέρω διερεύνηση.