Μέχρι προσφάτως, τα περισσότερα κλινικά δεδομένα και οι προγνωστικοί παράγοντες για τη νόσο COVID-19 προέρχονταν από ασθενείς που διαγνώστηκαν και θεραπεύτηκαν στην Κίνα. Οι Ιατροί της Θεραπευτικής Κλινικής της Ιατρικής Σχολής του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών, Ιωάννης Ντάνασης, Μαρία Γαβριατοπούλου και Θάνος Δημόπουλος (https://mdimop.gr/covid19/), ανασκόπησαν την πρόσφατη βιβλιογραφία σχετικά με την πρόγνωση της νόσου σε διεθνές επίπεδο.
Ο G. Grasselli και οι συνεργάτες του δημοσίευσαν πρόσφατα στο επιστημονικό περιοδικό JAMA 2020;323(16): 1574-1581 ανάλυση από 1591 βαρέως πάσχοντες ασθενείς που νοσηλεύτηκαν σε μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) στην Ιταλία με διάμεση ηλικία 63 έτη (23% των ασθενών είχαν ηλικία >70 έτη), 82% ήταν άνδρες και 68% είχαν τουλάχιστον ένα υποκείμενο νόσημα. Όλοι οι ασθενείς χρειάστηκαν αναπνευστική υποστήριξη: 88% αντιμετωπίστηκαν με διασωλήνωση και μηχανική υποστήριξη αναπνοής και 11% έλαβαν μη επεμβατικό αερισμό. Κατά τη χρονική στιγμή της ανάλυσης, 58% παρέμεναν διασωληνωμένοι, 16% είχαν λάβει εξιτήριο και 26% απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους στη ΜΕΘ. Θάνατος κατά τη διάρκεια της νοσηλείας διαπιστώθηκε στο 36% των ασθενών ηλικίας 64 ετών και άνω και στο 15% των νεότερων ασθενών.
Συσχέτιση υποκείμενων καρδιαγγειακών νοσημάτων και φαρμακευτικής αγωγής με τη θνησιμότητα από COVID-19
Σε πρόσφατη δημοσίευση (1 Μαΐου 2020) στο έγκριτο επιστημονικό περιοδικό «The New England Journal of Medicine» οι Mehra και συνεργάτες παρουσιάζουν τη μεγαλύτερη έως σήμερα διεθνή σειρά που συμπεριέλαβε 8910 ασθενείς από 169 νοσοκομεία σε Ασία, Ευρώπη και Βόρεια Αμερική. 515 ασθενείς (5,8%) απεβίωσαν κατά τη διάρκεια της νοσηλείας τους.
Στην πολυπαραγοντική ανάλυση των δεδομένων οι παράγοντες που συσχετίστηκαν ανεξάρτητα με αυξημένο κίνδυνο θανάτου εντός του νοσοκομείου ήταν η ηλικία μεγαλύτερη από τα 65 έτη (θνησιμότητα 10% έναντι 4,9% για τους ασθενείς ≤65 ετών), η στεφανιαία νόσος (10,2% έναντι 5,2% για τους ασθενείς χωρίς στεφανιαία νόσο), η καρδιακή ανεπάρκεια (15,3% έναντι 5,6% για τους ασθενείς χωρίς γνωστή καρδιακή ανεπάρκεια), η ύπαρξη καρδιακών αρρυθμιών (11,5% έναντι 5,6% για τους ασθενείς χωρίς ιστορικό αρρυθμίας), η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (14,2% έναντι 5,6% για τους ασθενείς χωρίς πνευμονική νόσο) και το κάπνισμα (9,4% έναντι 5,6% για τους πρώην καπνιστές ή μη καπνιστές).
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η διαπίστωση ότι οι ασθενείς που λάμβαναν θεραπεία με αναστολέα μετατρεπτικού ενζύμου της αγγειοτενσίνης (φάρμακα για την υπέρταση) είχαν 67% μικρότερη πιθανότητα θανάτου, ενώ όσοι λάμβαναν αγωγή με στατίνη (φάρμακα για την αντιμετώπιση της αυξημένης χοληστερίνης) είχαν 65% μικρότερη πιθανότητα θανάτου. Συμπερασματικά, η συγκεκριμένη μελέτη που συμπεριέλαβε πολύ μεγάλο αριθμό ασθενών επιβεβαίωσε πως τα υποκείμενα καρδιαγγειακά νοσήματα συσχετίζονται με αυξημένο κίνδυνο θανάτου μεταξύ των νοσηλευόμενων ασθενών με COVID-19.
Επιπλέον έχει ενδιαφέρον η παρατήρηση ότι οι ασθενείς που λάμβαναν στατίνες κατά τη διάγνωση του COVID-19 είχαν μικρότερη πιθανότητα θανάτου.