Ο προσυμπτωματικός έλεγχος για τον καρκίνο του προστάτη είναι μια διαδικασία που πραγματοποιείται με στόχο την ανίχνευση του καρκίνου πριν εμφανιστούν συμπτώματα. Δύο βασικές μέθοδοι που χρησιμοποιούνται είναι η εξέταση PSA ορού (Prostate-Specific Antigen) και η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία του προστάτη. Το PSA είναι μια πρωτεΐνη που παράγεται από τον προστάτη αδένα.
Η εξέταση PSA μετρά τα επίπεδα αυτής της πρωτεΐνης στο αίμα. Τα αυξημένα επίπεδα PSA μπορεί να υποδεικνύουν καρκίνο του προστάτη, αλλά επίσης μπορεί να σχετίζονται με άλλες καταστάσεις, όπως καλοήθης υπερπλασία του προστάτη ή προστατίτιδα. Για πολλά χρόνια όταν ο προσυμπτωματικός έλεγχος για καρκίνο του προστάτη στηριζόταν μόνο στον προσδιορισμό PSA ορού, εκτός από τους κλινικά σημαντικούς καρκίνους προστάτη, διαγιγνώσκονταν και μη κλινικά σημαντικοί καρκίνοι και επομένως, αρκετοί ασθενείς υποβάλλονταν σε ριζική προστατεκτομή ή ριζική ακτινοθεραπεία χωρίς αυτό να είναι απαραίτητο.
Η πολυπαραμετρική μαγνητική τομογραφία προστάτη (mpMRI) είναι σημαντική εξέταση για τη διάγνωση και σταδιοποίηση του καρκίνου του προστάτη. Σε σύγκριση με τις πολλαπλές τυφλές βιοψίες του προστάτη αδένα, που είναι η παραδοσιακή διαγνωστική μέθοδος, η mpMRI έχει το πλεονέκτημα ότι προσφέρει πιο ακριβή εικόνα του προστάτη και των γύρω ιστών και μπορεί να βοηθήσει στον εντοπισμό ύποπτων περιοχών που απαιτούν περαιτέρω διερεύνηση. Με αυτόν τον τρόπο, περιορίζονται οι τυφλές συστηματικές βιοψίες, οι οποίες είναι και επώδυνες αλλά και μπορεί να έχουν επιπλοκές.
Για περίπου μια δεκαετία έχει πραγματοποιηθεί ενδελεχής έρευνα για την χρήση της mpMRI στον προσυμπτωματικό έλεγχο για καρκίνο του προστάτη. Μεταξύ των ασθενών με κλινικά μη σημαντικό καρκίνο προστάτη, που διαγνώστηκε μετά από συστηματική τυφλή βιοψία, υπήρχε κάποιος δισταγμός να μην λάβουν άμεσα θεραπευτική αγωγή αλλά να τεθούν σε ενεργητική παρακολούθηση λόγω της πιθανότητας ανάπτυξης προχωρημένου καρκίνου του προστάτη στο μέλλον. Η απουσία βλαβών στην mpMRI θα μπορούσε να βοηθήσει στην άρση αυτών των ανησυχιών.
Επιπλέον, οι τυφλές συστηματικές βιοψίες μπορούν να μην εντοπίσουν τους ασθενείς με υψηλού βαθμού καρκίνο του προστάτη και επομένως να καθυστερήσει η έναρξη της θεραπείας. Η mpMRI θα μπορούσε ενδεχομένως να χρησιμοποιηθεί για την ανίχνευση τέτοιων ασθενών με υψηλού βαθμού καρκίνο προστάτου μετά από καθοδηγούμενη βιοψία οδηγώντας έτσι τους ασθενείς ώστε να λάβουν έγκαιρα θεραπεία.
Μετά την εισαγωγή της mpMRI στην κλινική πρακτική, η γενικά αποδεκτή στρατηγική ήταν η διεξαγωγή συστηματικών τυφλών βιοψιών προστάτου ανεξάρτητα από τα αποτελέσματα της mpMRI, με προσθήκη στοχευμένης βιοψίας όταν εντοπίζονταν βλάβες στην mpMRI.
Σε πρόσφατη δημοσίευση στο πολύ σημαντικό περιοδικό New England Journal of Medicine, όπου συμπεριελήφθησαν άνδρες ηλικίας 50 έως 60 ετών με PSA ορού 3ng/ml ή υψηλότερο, διαπιστώθηκε ότι, η παράλειψη βιοψίας σε ασθενείς χωρίς παθολογικά ευρήματα στην mpMRI, είχε ως αποτέλεσμα να μειωθεί σημαντικά η διάγνωση κλινικά μη σημαντικών καρκίνων του προστάτη. Επιπλέον, με αυτή την προσέγγιση η πιθανότητα να μην διαγνωσθεί υψηλού βαθμού καρκίνος προστάτου, ήταν μικρή.
Ο τρόπος με τον οποίο χρησιμοποιείται η mpMRI στο πλαίσιο του προσυμπτωματικού ελέγχου με βάση το PSA ορού, εξελίσσεται. Αυτή η μελέτη παρέχει πρόσθετα στοιχεία σχετικά με την αποτελεσματικότητα από την χρήση της mpMRI ώστε να μειωθούν οι βιοψίες που οδηγούν σε διάγνωση ασθενών με κλινικά μη σημαντικό καρκίνο προστάτη.
Αυτές οι πληροφορίες συμβάλλουν στον σχεδιασμό στρατηγικών προσυμπτωματικού ελέγχου, που συστήνουν την πραγματοποίηση mpMRI σε ασυμπτωματικούς άνδρες με αυξημένα επίπεδα PSA ορού. Με αυτόν τον τρόπο, αποφεύγονται συστηματικές τυφλές βιοψίες και πραγματοποιούνται βιοψίες σε βλάβες που διαπιστώνονται στην mpMRI. Επομένως, μειώνεται ο αριθμός των ασθενών που διαγιγνώσκονται με κλινικά μη σημαντικό καρκίνο προστάτη.