Ζήσης Ψάλλας
Μια νέα μελέτη υποδεικνύει ότι η βιταμίνη D μπορεί να αντιστρέψει τις αλληλεπιδράσεις των κυττάρων που έχουν υποστεί βλάβη στα αιμοφόρα αγγεία κατά την προεκλαμψία – μια επιπλοκή της εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από υψηλή αρτηριακή πίεση.
Η προεκλαμψία μπορεί να απειλήσει τη ζωή και τη μελλοντική υγεία τόσο της εγκύου όσο και των απογόνων της. Η βλάβη του μητρικού ενδοθηλίου – η επένδυση των αιμοφόρων αγγείων- είναι ένα χαρακτηριστικό της πάθησης, αντανακλώντας ένα μειωμένο αριθμό εξειδικευμένων κυττάρων (ενδοθηλιακά προγονικά κύτταρα ή EPCs) που κυκλοφορούν στο αίμα και βοηθούν στην αποκατάσταση του ενδοθηλίου.
Η δυσλειτουργία μπορεί να συμβεί σε εγκυμοσύνες με προεκλαμψία. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D έχουν συνδεθεί με την ανάπτυξη προεκλαμψίας, η οποία χαρακτηρίζεται ως καρδιαγγειακή νόσος.
Ερευνητές από το Hannover Medical School, στη Γερμανία, και το Ινστιτούτο Magee-Women’s School of Medicine του Πανεπιστημίου του Πίτσμπουργκ μελέτησαν τα αποτελέσματα της βιταμίνης D στην αλληλεπίδραση μεταξύ των EPC (endothelial progenitor cells) και των ενδοθηλιακών κυττάρων του ομφάλιου λώρου- τα οποία διευκολύνουν την ενδοθηλιακή αποκατάσταση- σε γυναίκες με προεκλαμψία.
Διαπίστωσαν ότι τα EPC και τα ενδοθηλιακά κύτταρα του ομφάλιου λώρου δεν επικοινωνούν καλά μεταξύ τους όπως στις υγιείς εγκυμοσύνες. Ωστόσο, όταν υποβλήθηκαν σε αγωγή με βιταμίνη D, αυτές οι αλληλεπιδράσεις ήταν καλύτερες.
«Βρήκαμε μια διεγερτική δράση της βιταμίνης D σε αλληλεπιδράσεις που μπορεί να είναι σημαντικές για την ενδοθηλιακή ομοιόσταση και την επιδιόρθωση», έγραψαν οι ερευνητές.
Αν και η ανεπάρκεια της βιταμίνης D είναι μόνο ένας παράγοντας κινδύνου για την προεκλαμψία, η επαρκής δοσολογία της βιταμίνης D κατά τη σύλληψη και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να βελτιώσει την αγγειακή υγεία της μητέρας και των απογόνων. Η έλλειψη βιταμίνης D είναι ένας πιθανός πρώιμος δείκτης αυξημένου καρδιαγγειακού κινδύνου στους απογόνους των προεκλαμνωτικών κυήσεων και πρέπει να διερευνηθεί περαιτέρω με μελέτες, έγραψαν οι ερευνητές.
Το εύρημα δημοσιεύθηκε στο American Journal of Physiology- Cell Physiology.