Γράφει o Ευάγγελος Φραγκούλης, Γενικός Ιατρός, Αναπληρωτής Αρχίατρος του ΕΔΟΕΑΠ.
Η παχυσαρκία έχει χαρακτηριστεί ως χρόνια νόσος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας. Χαρακτηρίζεται από υπερβολική συσσώρευση λίπους στο σώμα και επιφέρει σημαντική επιβάρυνση για την υγεία. Αποτελεί κύριο παράγοντα κινδύνου για πολλά χρόνια νοσήματα- σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2, καρδιαγγειακά νοσήματα, υπέρταση, δυσλιπιδαιμία, οστεοαρθρίτιδα, αποφρακτική υπνική άπνοια, συναισθηματικές διαταραχές, μορφές καρκίνου, σεξουαλική δυσλειτουργία κλπ. Έχει αρνητικό αντίκτυπο στην ποιότητα ζωής και συνδέεται με σημαντικές δαπάνες υγειονομικής περίθαλψης. Στις ΗΠΑ, το 2013 το 7,9% των συνολικών ιατρικών δαπανών κατανέμεται για τη θεραπεία ασθενειών που σχετίζονται με την παχυσαρκία.
Για τη διάγνωση και τη σταδιοποίηση της παχυσαρκίας χρησιμοποιείται ο Δείκτης Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), που υπολογίζεται διαιρώντας το βάρος του σώματος σε κιλά δια του ύψους σε μέτρα στο τετράγωνο (Kg/m²). Βάσει του ΔΜΣ, τα ενήλικα άτομα κατατάσσονται σε υπέρβαρα (ΔΜΣ:25-29.9) και σε παχύσαρκα (ΔΜΣ≥30).
Η παχυσαρκία έχει λάβει διαστάσεις επιδημίας τα τελευταία χρόνια. Ο επιπολασμός των ατόμων παγκοσμίως με σωματικό βάρος ανώτερο του φυσιολογικού έχει διπλασιαστεί από το 1980, ενώ το 1/3 του παγκόσμιου πληθυσμού θεωρούνται υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Το 30-70% των ενηλίκων σε χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι υπέρβαροι και 10-30% είναι παχύσαρκοι. Στη χώρα μας ιδιαίτερη ανησυχία προκαλεί η παιδική παχυσαρκία, με τον επιπολασμό της στη σχολική και εφηβική ηλικία να είναι σημαντικά υψηλότερος από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο.
Παρά τον σημαντικό αντίκτυπο της παχυσαρκίας για την υγεία, συχνά υποθεραπεύεται και παραμένει ανεπαρκώς αντιμετωπιζόμενη στην πρωτοβάθμια περίθαλψη με ποικιλία εμποδίων στη φροντίδα. Οι γιατροί συχνά ασχολούνται με συννοσηρότητες που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως τον διαβήτη τύπου 2, την υπέρταση, την καρδιαγγειακή νόσο και τη μη αλκοολική στεατοηπατίτιδα. Ωστόσο, η ίδια η παχυσαρκία δεν αντιμετωπίζεται συχνά άμεσα.
Η ανάπτυξη της παχυσαρκίας είναι πολυπαραγοντική, πολύπλοκη διαδικασία που περιλαμβάνει φυσιολογικούς μηχανισμούς καθώς και συμπεριφορές τρόπου ζωής. Το θετικό ενεργειακό ισοζύγιο, όπως προκύπτει από την αυξημένη πρόσληψη τροφής και την μειωμένη κατανάλωση ενέργειας και σωματική δραστηριότητα οδηγεί στην παχυσαρκία.
Συμπεριφορές, όπως χαμηλή κατανάλωση φρούτων και λαχανικών, χαμηλά επίπεδα σωματικής δραστηριότητας, κάπνισμα και χρήση αλκοόλ συμβάλλουν στην ανάπτυξη παχυσαρκίας.
Απλώς ανοίγοντας μια συζήτηση για το βάρος μπορεί να οδηγήσει υπέρβαρους ασθενείς σε απώλεια βάρους. Ο γιατρός θα πρέπει να καταγράφει τον ΔΜΣ του ασθενούς, να τον συζητά με τον ασθενή και να θέτουν μαζί ρεαλιστικές προσδοκίες για την απώλεια βάρους. Η εκπαίδευση αναφορικά με τον κίνδυνο που σχετίζεται με διάφορα επίπεδα ΔΜΣ, μπορεί να είναι μια αποτελεσματική παρέμβαση.
Μέθοδοι επικοινωνίας, όπως η προσέγγιση των 5As (Ask, Assess, Advice, Agree, Assist) έδειξε οφέλη σε ασθενείς με παχυσαρκία, αυξάνοντας την πιθανότητα έναρξης θεραπείας και κινητοποιώντας τους καλύτερα να χάσουν βάρος. O γιατρός ζήτα την άδεια του ασθενή να συζητήσουν για το βάρος- Προσδιορίζει τον στόχο απώλειας βάρους και τα κίνητρα πίσω από την επιθυμία απώλειας βάρους- Συμβουλεύει για θεραπείες που αντιστοιχούν στον στόχο – Συμφωνεί με τον ασθενή την απώλεια βάρους και τις αλλαγές στον τρόπο ζωής και συμπεριφορά- Βοηθά τον ασθενή καταστρώνοντας πλάνο.
Οι μη φαρμακολογικές θεραπείες αποτελούν τη βάση για την επιτυχή θεραπεία της παχυσαρκίας και ξεκινούν από τις διαιτητικές παρεμβάσεις. Παρά το τεράστιο εύρος συμβουλών διατροφής και το ενδιαφέρον του κοινού για δίαιτες, η απλή αλήθεια είναι πως ένα αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο είναι απαραίτητο για την απώλεια βάρους, ανεξαρτήτως της περιεκτικότητας σε μακροθρεπτικά συστατικά των γευμάτων. Ωστόσο, οι ασθενείς μπορούν να καθοδηγηθούν στην επιλογή μιας κατάλληλης δίαιτας και η καλύτερη διαιτητική παρέμβαση είναι αυτή στην οποία μπορεί ο ασθενής να συμμορφωθεί.
Σημαντικά τα οφέλη της άσκησης- ειδικά της αερόβιας- στην απώλεια βάρους. Μελέτες έχουν δείξει οφέλη για την υγεία από ≥150 λεπτά την εβδομάδα μέτριας έντασης αερόβιας άσκησης και αυτό μπορεί να επιτευχθεί απλά με αύξηση του αριθμού των βημάτων που γίνονται σε μια μέρα.
Με εξαίρεση τις χειρουργικές επεμβάσεις, η πιο αποτελεσματική στρατηγική απώλειας βάρους είναι ο συνδυασμός μη φαρμακολογικών παρεμβάσεων με φαρμακολογική θεραπεία. Ο σκοπός της φαρμακολογικής θεραπείας είναι να βοηθήσει τους ασθενείς με παχυσαρκία να συνεχίσουν τις παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής και να επιτύχουν την απώλεια βάρους στοχεύοντας στους μηχανισμούς προσαρμογής του σώματος, που αντιστέκονται στην απώλεια. Πρόσφατες εγκρίσεις φαρμακολογικών παραγόντων για τη διαχείριση του βάρους προσφέρουν στους γιατρούς νέα όπλα στο πλαίσιο μιας εξατομικευμένης στρατηγικής διαχείρισης βάρους. Φαρμακολογική θεραπεία ενδείκνυται για άτομα με ΔΜΣ ≥30 kg/m² ή και με ΔΜΣ ≥27 kg/m² αν έχουν συννοσηρότητα που σχετίζεται με την παχυσαρκία, όπως διαβήτη τύπου 2, υπέρταση ή αποφρακτική υπνική άπνοια. Η φαρμακολογική θεραπεία μπορεί να συμβάλλει στην μεγαλύτερη απώλεια βάρους και μείωση της περιφέρειας μέσης και στη συντήρηση της απώλειας βάρους. Εάν ο ασθενής δεν παρουσιάσει σημαντική μείωση του σωματικού βάρους 3 μήνες μετά την έναρξη αγωγής, η φαρμακευτική αγωγή θα πρέπει να διακοπεί και οι θεραπευτικές επιλογές να επανεκτιμηθούν.