Ζήσης Ψάλλας
Η ανεπάρκεια σε Β12 κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης μπορεί να προδιαθέσει τα παιδιά σε μεταβολικά προβλήματα όπως ο διαβήτης τύπου 2, σύμφωνα με έρευνα που παρουσιάστηκε στο ετήσιο συνέδριο της Εταιρείας Ενδοκρινολογίας στο Μπράιτον της Αγγλίας. Αυτά τα ευρήματα θα μπορούσαν να οδηγήσουν σε ανασκόπηση των τρεχουσών απαιτήσεων σε βιταμίνη Β12 για τις έγκυες γυναίκες, είτε μέσω βελτιωμένης διατροφής είτε μέσω συμπληρωμάτων.
Η βιταμίνη Β12 βρίσκεται σε ζωικά προϊόντα, συμπεριλαμβανομένων των ψαριών, του κρέατος, των πουλερικών, των αυγών και του γάλακτος, που σημαίνει ότι η ανεπάρκεια είναι πιο πιθανή σε όσους ακολουθούν μια vegan διατροφή.
Προηγούμενες μελέτες έδειξαν ότι οι μητέρες με χαμηλά επίπεδα Β12 είχαν υψηλότερο ΔΜΣ και ήταν πιο πιθανό να γεννήσουν μωρά με χαμηλό βάρος γέννησης καθώς και υψηλά επίπεδα χοληστερόλης. Αυτά τα παιδιά είχαν επίσης υψηλότερη αντίσταση στην ινσουλίνη στην παιδική ηλικία, έναν παράγοντα κινδύνου για διαβήτη τύπου 2.
Σε αυτή τη μελέτη, μια ομάδα ερευνητών από την Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου του Warwick υπέθεσε ότι οι αλλαγές που σχετίζονται με την ανεπάρκεια Β12 μπορεί να είναι αποτέλεσμα μη φυσιολογικών επιπέδων λεπτίνης -της ορμόνης που μας λέει ότι είμαστε χορτάτοι μετά το φαγητό.
Η λεπτίνη παράγεται κυρίως από τα λιποκύτταρα του σώματος και τα επίπεδά της αυξάνονται ως απόκριση στην κατανάλωση τροφής. Η παχυσαρκία προκαλεί αύξηση των επιπέδων λεπτίνης. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε αντίσταση στη λεπτίνη, με αποτέλεσμα την συνεχή υπερφαγία και σε αυξημένο κίνδυνο αντίστασης στην ινσουλίνη. Ως εκ τούτου, οι επιστήμονες και οι γιατροί βλέπουν τη λεπτίνη ως έναν προγνωστικο «δείκτη» για το σωματικό λίπος.
Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα μωρά που γεννήθηκαν από μητέρες με ανεπάρκεια Β12 είχαν υψηλότερα από τα κανονικά επίπεδα λεπτίνης. Αυτό υποδηλώνει ότι η μητρική ανεπάρκεια σε Β12 μπορεί να προγραμματίσει αρνητικά το γονίδιο της λεπτίνης, αλλάζοντας τα επίπεδα στα οποία παράγεται η ορμόνη καθώς το έμβρυο μεγαλώνει.
«Το διατροφικό περιβάλλον που παρέχει η μητέρα μπορεί να προγραμματίσει μόνιμα την υγεία του μωρού», δήλωσε ο Δρ. Ponusammy Saravanan, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης. «Γνωρίζουμε ότι τα παιδιά που γεννιούνται από μητέρες που υποτρέφονται ή υπερτρέφονται διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο προβλημάτων υγείας όπως ο διαβήτης τύπου 2, και βλέπουμε επίσης ότι η μητρική ανεπάρκεια σε Β12 μπορεί να επηρεάσει τον μεταβολισμό του λίπους και να συμβάλει σε αυτόν τον κίνδυνο. Γι’ αυτό αποφασίσαμε τη διερεύνηση της λεπτίνης, της ορμόνης των λιποκυττάρων».
Τα επόμενα βήματα στη μελέτη θα είναι να προσδιοριστούν οι λεπτομέρειες για το πώς και γιατί η αύξηση της λεπτίνης παρατηρείται σε μωρά που γεννιούνται από μητέρες με χαμηλή Β12.
«Η λεπτίνη μπορεί να αυξηθεί για δύο λόγους», είπε η Δρ. Adaikala Antonysunil, η οποία εργάστηκε επίσης στη μελέτη. «Είτε η χαμηλή Β12 οδηγεί σε συσσώρευση λίπους στο έμβρυο και αυτό οδηγεί σε αυξημένη λεπτίνη, είτε η χαμηλή Β12 προκαλεί χημικές αλλαγές στα γονίδια του πλακούντα που παράγουν λεπτίνη, παράγοντας περισσότερη ορμόνη. Καθώς η Β12 εμπλέκεται σε αντιδράσεις μεθυλίωσης στο σώμα που μπορούν να επηρεάσουν το αν τα γονίδια ενεργοποιούνται και απενεργοποιούνται, υποπτευόμαστε ότι μπορεί να είναι το δεύτερο».