Η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί το πιο συχνό χρόνιο νόσημα αφού υπολογίζεται ότι αφορά περίπου 1,13 δισεκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως.Δυστυχώς φαίνεται ότι αυτό το νούμερο θα αυξηθεί κατά 15-20% έως το 2025. Είναι χαρακτηριστικό ότι η επίπτωση της αυξάνεται με την ηλικία και πάνω από το 60% των ατόμων άνω των 60 ετών πάσχουν από αρτηριακή υπέρταση. Παράλληλα η αρτηριακή υπέρταση αποτελεί από τους πιο σημαντικούς παράγοντες κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών νοσημάτων όπως αγγειακών εγκεφαλικών επεισοδίων, εμφραγμάτων μυοκαρδίου και καρδιακής ανεπάρκειας καθώς και πρώιμων θανάτων από αυτά.
Συχνά συνυπάρχει με σακχαρώδη διαβήτη, παχυσαρκία και νεφρική ανεπάρκεια κάνοντας την πρόγνωση και την ποιότητα ζωής αυτών των ατόμων ακόμα χειρότερη. Από την άλλη πλευρά η εξέλιξη πολλών αποτελεσματικών επιλογών που διαθέτουμε και η επιτυχής επίτευξη των στόχων στα επίπεδα της αρτηριακής πίεσης όπως μας δείχνουν οι μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες μας βοηθάει να μειώσουμε θεαματικά την κακή εξέλιξη και τις επιπλοκές της νόσου με αποτέλεσμα να θεωρείται επιτακτική ανάγκη η σωστή ρύθμιση της αρτηριακής υπέρτασης.
Πραγματικά μεγάλες μετααναλύσεις δείχνουν ότι μια μείωση 10 mmHg της συστολικής αρτηριακής πίεσης ή 5-mmHg της διαστολικής αρτηριακής πίεσης μειώνει το σχετικό κίνδυνο μεγάλων εμφάνισης καρδιαγγειακών επεισοδίων κατά 20%. Η Ευρωπαϊκή Καρδιολογική Εταιρεία συνιστά γενικά επίπεδα αρτηριακής πίεσης ≤140/90 mmHg ενώ σε ειδικές ομάδες υψηλότερου καρδιαγγειακού κινδύνου ≤130/80 mmHg.
Με βάση επίσης τις μεγάλες πολυκεντρικές μελέτες έχουμε πλέον πολύ αποτελεσματικές ομάδες αντιυπερτασικών φαρμάκων που προσφέρουν πέρα από τη μείωση της αρτηριακής πίεσης καρδιοπροστασία και νεφροπροστασία ενώ έχουν και πολύ καλό προφίλ ανοχής με πολύ μικρό ποσοστό ανεπιθύμητων ενεργειών.
Οι συστάσεις για την αρχική αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης είναι για τους περισσότερους ασθενείς η έναρξη συνδυασμού φαρμάκων -έστω και σε χαμηλές δόσεις- κατά προτίμηση σε σταθερούς συνδυασμούς ενός χαπιού που να περιλαμβάνουν αναστολέα του μετατρεπτικούς ενζύμου της αγγειοτασίνης ή των υποδεχέων της αγγειοτασίνης με αναστολέα των διαύλων ασβεστίου ή/και διουρητικό.
Σε ένα 5-10% υπολογίζεται ότι η αρτηριακή υπέρταση είναι ανθεκτική και δύσκολα ρυθμιζόμενη. Αυτό το ποσοστό είναι πιο μεγάλο σε ηλικιωμένους ασθενείς ή σε ασθενείς με συννοσηρότητες όπως ο σακχαρώδης διαβήτης και η νεφρική ανεπάρκεια. Οι ασθενείς αυτοί παρουσιάζουν μεγάλη καρδιαγγειακή θνησιμότητα και πολλές επιπλοκές. Εκεί φαίνεται ότι βοηθάει σημαντικά μια άλλη κατηγορία φαρμάκων όπως οι ανταγωνιστές των υποδοχέων των αλατοκορτικοειδών όπως είναι η σπορονολακτόνη.
Αλλά τί συμβαίνει με τα παιδιά; Φαίνεται ότι το ποσοστό των υπερτασικών παιδιών φτάνει έως και το 5% και αυτό οφείλεται και ενισχύεται από το ανησυχητικά αυξανόμενο φαινόμενο της κακής διατροφής και της παιδικής παχυσαρκίας. Μέχρι πρόσφατα η ιατρική κοινότητα δεν είχε δώσει αρκετή σημασία στην αναγνώριση και αντιμετώπιση της υπέρτασης ανάμεσα στον παιδικό πληθυσμό και στους εφήβους.
Πρόσφατες μελέτες αποδεικνύουν ότι αυξημένη επίπεδα αρτηριακής πίεσης στην παιδική ηλικία συνδέονται με αυξημένο ποσοστό καρδιαγγειακών συμβάντων από νωρίς στην ενήλικη ζωή. Πλέον θεωρείται επιβεβλημένη η μέτρηση της αρτηριακής πίεσης και στα παιδιά ακόμα και αν αυτά είναι ασυμπτωματικά και δεν έχουν κάποιο έκδηλο πρόβλημα υγείας.
Τα τελευταία χρόνια έχουν δοκιμασθεί και επεμβατικές μέθοδοι για την αντιμετώπιση της αρτηριακής υπέρτασης και συγκεκριμένα για ασθενείς με ανθεκτική υπέρταση ή αυτούς που δεν ανέχονται τα φάρμακα. Συγκεκριμένα έχει αναπτυχθεί η μέθοδος της απονεύρωσης των νεφρικών αρτηριών είτε με κατάλυση μέσω ραδιοσυχνοτήτων είτε μέσω υπερήχων. Η τεχνική έχει αποδείξει την αποτελεσματικότητα της σε σχέση με μια μικρή ή μέτρια μείωση της αρτηριακής πίεσης σε μεγάλες πολυκεντρικές και τυχαιοποιημένες μελέτες ενώ η ασφάλεια της είναι σε πολύ μεγάλα ποσοστά.
Η μεγάλη πρόκληση όμως στην αρτηριακή υπέρταση είναι η στροφή σε έναν πιο υγιεινό τρόπο ζωής, στην μείωση της παχυσαρκίας και στη φυσική άσκηση παράγοντες που μπορεί να επιδράσουν καθοριστικά στην επιδημιολογία της νόσου. Επιπλέον πάνω από τους μισούς υπερτασικούς αρρώστους είτε έχουν μη ικανοποιητική ρύθμιση της υπέρτασης είτε δεν γνωρίζουν καν ότι είναι υπερτασικοί.
Σημαντική ευθύνη σε αυτό έχει η αδράνεια των γιατρών που πολλές φορές διστάζουν να είναι αρκετά επιθετικοί στην αντιμετώπιση της υπέρτασης αλλά και η φτωχή συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή από πλευράς των ασθενών που φθάνει ποσοστά της τάξης του 50%. Hιατρική κοινότητα αλλά και τα συστήματα υγείας πρέπει να στρέψουν την προσοχή τους σε όλα τα παραπάνω διότι η ανεπαρκής αντιμετώπιση της υπέρτασης αποτελεί τη βάση για ένα ντόμινο καρδιαγγειακών επιπλοκών για το γενικό πληθυσμό και δυσβάστακτου βάρους για τα συστήματα υγείας.