Ζήσης Ψάλλας
Ο ανεπαρκής ύπνος είναι ένας λόγος για τον οποίο οι μειονεκτούσες ομάδες έχουν περισσότερες καρδιακές παθήσεις.
Τα άτομα με χαμηλότερη κοινωνικοοικονομική κατάσταση κοιμούνται λιγότερο για διάφορους λόγους: μπορεί να κάνουν πολλές δουλειές, να εργάζονται σε βάρδιες, να ζουν σε θορυβώδη περιβάλλοντα και να έχουν μεγαλύτερα επίπεδα συναισθηματικής και οικονομικής πίεσης.
Αυτή ήταν η πρώτη μεγάλη μελέτη που εξέτασε εάν η έλλειψη ύπνου μπορεί να εξηγήσει, εν μέρει, γιατί οι φτωχοί άνθρωποι έχουν περισσότερες καρδιακές παθήσεις. Διαπίστωσε ότι ο σύντομος ύπνος εξηγούσε το 13,4% της ύπαρξης στεφανιαίας νόσου στους άνδρες.
Ο επικεφαλής της μελέτης Dusan Petrovic, από το Πανεπιστημιακό Κέντρο Γενικής Ιατρικής και Δημόσιας Υγείας, στη Λωζάνη, της Ελβετίας, δήλωσε: “Η απουσία διαμεσολάβησης της έλλειψης ύπνου στις γυναίκες μπορεί να οφείλεται στη σχέση του επαγγέλματος με τη διάρκεια του ύπνου. Οι γυναίκες χαμηλής κοινωνικοοικονομικής κατάστασης συχνά συνδυάζουν τη φυσική και ψυχοκοινωνική πίεση μιας χειρωνακτικής, κακώς αμειβόμενης θέσης εργασίας, με τις ευθύνες του νοικοκυριού και το άγχος, κάτι που επηρεάζει αρνητικά τον ύπνο και τα αποτελέσματα στην υγεία σε σύγκριση με τους άνδρες”, ανέφερε.
Ο Petrovic δήλωσε: “Χρειάζονται διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα της κοινωνίας ώστε να δοθεί η δυνατότητα στους ανθρώπους να κοιμούνται περισσότερο. Η μείωση του θορύβου, που αποτελεί σημαντική πηγή διαταραχών ύπνου, μπορεί να γίνει με διπλά τζάμια στα παράθυρα και περιορίζοντας την το κτίσιμο κατοικιών δίπλα σε αεροδρόμια ή αυτοκινητόδρομους”.
Η μελέτη ήταν μέρος του πρότζεκτ Lifepath. Συγκεντρώθηκαν δεδομένα για 111.205 άτομα από τέσσερις ευρωπαϊκές χώρες. Η κοινωνικοοικονομική κατάσταση χαρακτηρίστηκε ως χαμηλή, μεσαία ή υψηλή ανάλογα με το επάγγελμα ενός ατόμου και αυτό του πατέρα του. Το ιστορικό στεφανιαίας νόσου και εγκεφαλικού επεισοδίου ελήφθη από κλινική αξιολόγηση, τα ιατρικά αρχεία και τις αυτοαναφορές. Ο ύπνος κατηγοριοποιήθηκε ως κανονικός (6 έως 8,5 ώρες), σύντομος (6 ώρες) και μακρύς (πάνω από 8,5 ώρες).
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο Cardiovascular Research, το περιοδικό της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας (ESC).