Ζήσης Ψάλλας

Μια μελέτη από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης δείχνει ότι οι άνθρωποι που κάνουν σκληρή σωματική εργασία έχουν 55% υψηλότερο κίνδυνο εμφάνισης άνοιας από εκείνους που κάνουν καθιστική εργασία. Τα στοιχεία έλαβαν υπόψη παράγοντες του τρόπου ζωής.

Η γενική άποψη μέχρι πρόσφατα ήταν ότι η φυσική δραστηριότητα μειώνει τον κίνδυνο άνοιας. Αλλά είναι ζωτικής σημασίας η μορφή σωματικής άσκησης, λέει η αναπληρώτρια καθηγήτρια Kirsten Nabe-Nielsen από το Τμήμα Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου της Κοπεγχάγης.

«Πριν από τη μελέτη υποθέσαμε ότι η σκληρή σωματική εργασία συνδέεται με υψηλότερο κίνδυνο άνοιας. Είναι κάτι που προσπάθησαν να αποδείξουν άλλες μελέτες, αλλά η δική μας είναι η πρώτη που συνδέει τα δύο πράγματα με πειστικό τρόπο», είπε η Kirsten Nabe-Nielsen.

«Ο οδηγός του ΠΟΥ (Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας) για την πρόληψη της άνοιας αναφέρει τη σωματική δραστηριότητα ως σημαντικό παράγοντα. Αλλά η μελέτη μας προτείνει ότι πρέπει να είναι μια “καλή” μορφή σωματικής δραστηριότητας, η οποία δεν είναι σκληρή σωματική εργασία. Οι υγειονομικές αρχές πρέπει επομένως να κάνουν διάκριση μεταξύ της σωματικής δραστηριότητας στον ελεύθερο χρόνο και της σωματικής άσκησης κατά την εργασία, καθώς υπάρχει λόγος να πιστεύουμε ότι οι δύο μορφές σωματικής δραστηριότητας έχουν αντίθετα αποτελέσματα”, είπε η Kirsten Nabe-Nielsen. Η ίδια εξήγησε ότι ακόμα και όταν ελήφθησαν υπόψη το κάπνισμα, η αρτηριακή πίεση, το υπερβολικό βάρος, η πρόσληψη αλκοόλ και η σωματική δραστηριότητα στον ελεύθερο χρόνο, η σκληρή σωματική εργασία σχετίστηκε με αυξημένη εμφάνιση άνοιας.

Η μελέτη βασίζεται σε δεδομένα από την Copenhagen Male Study στην οποία συμμετείχαν 4.721 Δανοί, οι οποίοι τη δεκαετία του 1970 ανέφεραν στοιχεία σχετικά με τον τύπο εργασίας που έκαναν σε καθημερινή βάση. Υπήρξαν 697 περιπτώσεις άνοιας μέχρι το 2016.

Σύμφωνα με την Kirsten Nabe-Nielsen, προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι η σκληρή σωματική εργασία μπορεί να έχει αρνητική επίδραση στην κυκλοφορία του αίματος στην καρδιά και επίσης στην παροχή αίματος στον εγκέφαλο. Αυτό μπορεί για παράδειγμα να οδηγήσει στην ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, θρόμβοι στην καρδιά, κράμπες στην καρδιά και καρδιακή ανεπάρκεια.