Ζήσης Ψάλλας

Ερευνητές διατροφικών επιστημών εξέτασαν περισσότερες από 300 έγκυες γυναίκες και παρακολούθησαν τα παιδιά τους από 5 έως 14 ετών. Οι ερευνητές συνέδεσαν τα μοτίβα αλλαγής βάρους κατά την εγκυμοσύνη με τα πρότυπα του δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ), της περιφέρειας της μέσης και του ποσοστού σωματικού λίπους των αλλαγών κατά την παιδική ηλικία και την πρώιμη εφηβεία.

«Θέλαμε να καταλάβουμε αν τα διαφορετικά μοτίβα αλλαγής βάρους κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης επηρέασαν την ανάπτυξη του παιδιού με την πάροδο του χρόνου ή τη δυνατότητα του παιδιού να αναπτύξει περίσσιο λιπώδη ιστό», δήλωσε η Beth Widen, επίκουρη καθηγήτρια Διατροφικών Επιστημών.

Η αλλαγή βάρους κατά την εγκυμοσύνη των γυναικών της μελέτης ακολούθησε γενικά τέσσερα διαφορετικά μοτίβα:

  • Μια ομάδα εγκύων έχασε βάρος κατά το πρώτο τρίμηνο, κέρδισε μέτριο βάρος στο δεύτερο τρίμηνο και κέρδισε γρήγορα βάρος sτο τρίτο τρίμηνο.
  • Μια δεύτερη ομάδα παρουσίασε αργή αύξηση βάρους και στα τρία τρίμηνα.
  • Μια τρίτη ομάδα είδε αργή αύξηση βάρους sτο πρώτο τρίμηνο και μέτρια αύξηση βάρους μέχρι το τέλος της εγκυμοσύνης.
  • Μια τέταρτη ομάδα παρουσίασε ταχεία αύξηση βάρους στο πρώτο τρίμηνο, ακολουθούμενη από αργή αύξηση βάρους στο δεύτερο και μέτρια αύξηση βάρους στο τρίτο.

Οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι τα κορίτσια που γεννήθηκαν στην τέταρτη ομάδα -άτομα που κέρδισαν βάρος πιο γρήγορα στην αρχή και στο τέλος της εγκυμοσύνης- είχαν τις υψηλότερες μετρήσεις δείκτη μάζας σώματος, τη μεγαλύτερη περιφέρεια μέσης και τα υψηλότερα ποσοστά σωματικού λίπους στις ηλικίες από 5 έως 14 ετών.

Αντίθετα, τα κορίτσια που γεννήθηκαν από τις συμμετέχοντες στην πρώτη ομάδα -γυναίκες που έχασαν βάρος το πρώτο τρίμηνο και κέρδισαν μέτρια στο δεύτερο τρίμηνο και γρήγορα στο τρίτο- είχαν χαμηλότερο ΔΜΣ, περίμετρο μέσης και το σωματικό λίπος.

Δεν προέκυψαν ξεκάθαρα πρότυπα βάρους εγκυμοσύνης και σύστασης σώματος στην παιδική ηλικία με τα αγόρια της μελέτης. Η Widen εικάζει ότι αυτό μπορεί να οφείλεται σε διαφορές μεταξύ των φύλων στην ανάπτυξή τους, καθώς και στις διαφορές στον τρόπο με τον οποίο τα αγόρια και τα κορίτσια αντιδρούν στην προγεννητική έκθεση.

Οι ερευνητές τονίζουν ότι η εύρεση ενός προτύπου στη σύνθεση του σώματος των παιδιών από την εγκυμοσύνη και σε ολόκληρη την παιδική ηλικία δεν είναι το ίδιο με τον εντοπισμό της αιτιώδους συνάφειας, επομένως απαιτείται περαιτέρω έρευνα.

Η μελέτη, δημοσιεύτηκε στο περιοδικό Obesity,