Θάνος Ξυδόπουλος
Οι παχύσαρκοι Ευρωπαίοι που λαμβάνουν στατίνες -φάρμακα για τη μείωση της χοληστερόλης- έχουν όχι μόνο χαμηλότερες τιμές χοληστερόλης LDL στο αίμα τους και δείκτες φλεγμονής, αλλά και ένα πιο υγιές προφίλ βακτηρίων του εντέρου σε σχέση με τα παχύσαρκα άτομα που δεν λαμβάνουν στατίνες.
Είναι γνωστό ότι οι ανισορροπίες στη σύνθεση των μικροβίων του εντέρου συνδέονται με μια ποικιλία χρόνιων διαταραχών που εκτείνονται από την παχυσαρκία, τις φλεγμονώδεις παθήσεις του διαβήτη έως την κατάθλιψη, τη σχιζοφρένεια, τον αυτισμό και τη νόσο Πάρκινσον.
Επιπλέον είναι γνωστό ότι η ανθυγιεινή διατροφή και η χρήση ορισμένων φαρμάκων, για παράδειγμα αυτών που εξουδετερώνουν τα οξέα του στομάχου και ονομάζονται αναστολείς αντλίας πρωτονίων, συνδέονται με περαιτέρω διαταραχή των μικροβιακών κοινοτήτων του εντέρου.
Τώρα, σε μια νέα μελέτη στο επιστημονικό περιοδικό Nature, οι ερευνητές του University of Copenhagen εξέτασαν τα βακτήρια του εντέρου σε σχεδόν 900 άτομα από τη Δανία, τη Γαλλία και τη Γερμανία.
Τα εντερικά μικροβιώματα στα παχύσαρκα άτομα έχει προηγουμένως αποδειχθεί ότι διαφέρουν από εκείνα των αδύνατων ατόμων έχοντας χαμηλή ποικιλομορφία και λιγότερα βακτήρια που προάγουν την υγεία, με αποτέλεσμα να κυριαρχούν τα βακτήρια που δίνουν έναν φλεγμονώδη τόνο.
Οι ερευνητές βρήκαν ένα σύμπλεγμα βακτηρίων που ονομάζεται Bact2 enterotype, το οποίο βρίσκεται στο 4% των αδύνατων και υπέρβαρων ατόμων. Αλλά υπήρχε στο 18% των παχύσαρκων ατόμων που δεν λάμβαναν στατίνες. Ωστόσο, σε άλλους παχύσαρκους που λάμβαναν θεραπεία με στατίνες, ο επιπολασμός του ανθυγιεινού εντεροτύπου Bact2 ήταν σημαντικά χαμηλότερος (6%). Η ίδια τάση επικυρώθηκε σε ένα φλαμανδικό δείγμα περίπου 2.000 συμμετεχόντων.
Οι στατίνες συνταγογραφούνται συνήθως για να μειώσουν τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών παθήσεων, όπως το έμφραγμα του μυοκαρδίου και το εγκεφαλικό επεισόδιο. Εκτιμάται ότι σε πάνω από 200 εκατομμύρια άνθρωποι παγκοσμίως συνταγογραφούνται στατίνες. Εκτός από τις επιπτώσεις στη μείωση της χοληστερόλης, οι στατίνες τείνουν επίσης να μειώνουν επίπεδα συστημικής φλεγμονής των ασθενών, τα οποία εν μέρει μπορεί να σχετίζονται με ένα διαταραγμένο μικροβίωμα του εντέρου.