Ο αναπνευστικός συγκυτιακός ιός, Respiratoty Syncytial Virus (RSV), ανακαλύφθηκε το 1956 και έκτοτε έχει αναγνωριστεί ως μία από τις συχνότερες αιτίες νόσησης κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία. Είναι ένας κοινός ιός που συνήθως προκαλεί από ήπια έως σοβαρά συμπτώματα κρυολογήματος. 

«Μετά την προσβολή, οι περισσότεροι ασθενείς αναρρώνουν σε μία με δύο εβδομάδες. Ωστόσο, η λοίμωξη από RSV μπορεί να είναι σοβαρή, ιδίως για τα βρέφη και τους ηλικιωμένους. Ο RSV αποτελεί τη συχνότερη αιτία βρογχιολίτιδας (φλεγμονή των μικρών αεραγωγών του πνεύμονα) και πνευμονίας (λοίμωξη των πνευμόνων) σε παιδιά ηλικίας κάτω του ενός έτους. 

Η λοίμωξη από RSV είναι τόσο συχνή, ώστε σχεδόν όλα τα παιδιά μέχρι τα δεύτερα γενέθλιά τους θα έχουν υποστεί λοίμωξη από RSV τουλάχιστον μία φορά» επισημαίνει ο κ. Δημήτριος Καφετζής Ομότιμος Καθηγητής ΕΚΠΑ, Σύμβουλος Διοίκησης του Παιδιατρικού Τμήματος του Metropolitan Hospital.

Κάθε χρόνο, στις Ηνωμένες Πολιτείες, προκαλεί επιδημίες αναπνευστικών νοσημάτων σε όλες τις ηλικιακές ομάδες και εκτιμάται ότι 58.000-80.000 παιδιά ηλικίας κάτω των 5 ετών νοσηλεύονται λόγω λοίμωξης από RSV.
Στις περισσότερες περιοχές του Βορείου Ημισφαιρίου η κυκλοφορία του RSV αρχίζει το φθινόπωρο και κορυφώνεται το χειμώνα, αλλά ο χρόνος και η σοβαρότητα της περιόδου του RSV σε μια δεδομένη κοινότητα μπορεί να διαφέρουν από έτος σε έτος. 

Κλινική περιγραφή και διάγνωση

Σε βρέφη και μικρά παιδιά

Τα βρέφη που προσβάλλονται από λοίμωξη RSV εμφανίζουν σχεδόν πάντα συμπτώματα. Αυτό διαφέρει για τους ενήλικες, οι οποίοι μπορεί να προσβληθούν από τον RSV και να μην έχουν συμπτώματα. Στα πολύ μικρά βρέφη (ηλικίας κάτω των 6 μηνών), τα μόνα συμπτώματα της λοίμωξης από RSV μπορεί να είναι:

  • Ευερεθιστότητα
  • Μειωμένη δραστηριότητα
  • Μειωμένη όρεξη
  • Επεισόδια άπνοιας (διακοπή της αναπνοής για πάνω από 10 δευτερόλεπτα)
    Πυρετός μπορεί να μην εμφανίζεται πάντα με λοιμώξεις από RSV.

«Γενικά, η λοίμωξη από RSV μπορεί να προκαλέσει ποικιλία αναπνευστικών προβλημάτων σε βρέφη και μικρά παιδιά. Συνηθέστερα προκαλεί συμπτώματα κρυολογήματος, αλλά συχνά προσβάλλει το κατώτερο αναπνευστικό οπότε εκδηλώνεται ως βρογχιολίτιδα ή πνευμονία. Μικρό ποσοστό των βρεφών ηλικίας κάτω των 6 μηνών με λοίμωξη RSV μπορεί να χρειαστεί να νοσηλευτούν στο νοσοκομείο. Σοβαρότερη νόσος εμφανίζεται συχνότερα σε πολύ μικρά βρέφη. Επιπλέον, τα παιδιά με οποιαδήποτε από τις ακόλουθες υποκείμενες παθήσεις θεωρούνται υψηλού κινδύνου για σοβαρή νόσο:

  • Πρόωρα βρέφη
  • Βρέφη, ιδίως εκείνα των 6 μηνών και μικρότερα
  • Παιδιά ηλικίας κάτω των 2 ετών με χρόνια πνευμονοπάθεια ή συγγενή καρδιοπάθεια
  • Παιδιά με κατεσταλμένο ανοσοποιητικό σύστημα
  • Παιδιά με νευρομυϊκές διαταραχές, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που έχουν δυσκολία στην κατάποση ή στην απόχρεμψη των εκκρίσεων βλέννας.

Τα βρέφη και τα μικρά παιδιά με λοίμωξη από RSV συνήθως ξεκινούν με ρινόρροια και άρνηση για λήψη τροφής πριν εμφανιστούν άλλα συμπτώματα. Ο βήχας παρουσιάζεται συνήθως μία έως τρεις ημέρες αργότερα. Αμέσως μετά την ανάπτυξη του βήχα μπορεί να εμφανιστούν φτέρνισμα, πυρετός και συριγμός. Σε πολύ μικρά βρέφη, η ευερεθιστότητα, η μειωμένη δραστηριότητα ή/και τα επεισόδια άπνοιας μπορεί να είναι τα μόνα συμπτώματα της λοίμωξης.

Τα περισσότερα, κατά τα άλλα υγιή, βρέφη και μικρά παιδιά που μολύνονται από RSV δεν χρειάζονται νοσηλεία. Όσα νοσηλεύονται μπορεί να χρειαστούν οξυγόνο, διασωλήνωση ή/και μηχανικό αερισμό. Τα περισσότερα βελτιώνονται με την υποστηρικτική φροντίδα που ακολουθείται και παίρνουν εξιτήριο από το νοσοκομείο σε λίγες ημέρες», εξηγεί ο ιατρός.

Σε ηλικιωμένους και ενήλικες με χρόνια προβλήματα υγείας

Οι ενήλικες που μολύνονται από τον RSV έχουν συνήθως ήπια ή καθόλου συμπτώματα. Τα συμπτώματα είναι συνήθως συμβατά με μια λοίμωξη του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος που μπορεί να περιλαμβάνει ρινόρροια, φαρυγγίτιδα, βήχα, πονοκέφαλο, κόπωση και πυρετό. Η νόσος διαρκεί συνήθως λιγότερο από πέντε ημέρες.

Ορισμένοι ενήλικες, ωστόσο, μπορεί να έχουν πιο σοβαρά συμπτώματα που συνάδουν με λοίμωξη των κατώτερων αναπνευστικών οδών, όπως πνευμονία. Στα άτομα που διατρέχουν υψηλό κίνδυνο για σοβαρή νόσο από τον RSV περιλαμβάνονται:

  • Οι μεγαλύτερης ηλικίας ενήλικες, ιδίως όσοι είναι 65 ετών και άνω
  • Ενήλικες με χρόνια πνευμονική ή καρδιακή νόσο
  • Ενήλικες με εξασθενημένο ανοσοποιητικό σύστημα.

Ο RSV μπορεί επίσης μερικές φορές να οδηγήσει σε επιδείνωση σοβαρών παθήσεων όπως:

  • Άσθμα
  • Χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ)
  • Συμφορητική καρδιακή ανεπάρκεια

Κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις

Τα κλινικά συμπτώματα του RSV είναι μη ειδικά και αφορούν εξίσου άλλες ιογενείς λοιμώξεις του αναπνευστικού, καθώς και ορισμένες βακτηριακές. Διάφοροι τύποι εργαστηριακών εξετάσεων είναι διαθέσιμοι για την επιβεβαίωση της λοίμωξης από RSV. Οι εξετάσεις αυτές μπορούν να πραγματοποιηθούν σε δείγματα που λαμβάνονται από το ανώτερο και το κατώτερο αναπνευστικό σύστημα.

Οι πιο συχνά χρησιμοποιούμενοι τύποι κλινικών εργαστηριακών εξετάσεων RSV είναι οι εξής

Αντίστροφη αλυσιδωτή αντίδραση μεταγραφάσης-πολυμεράσης σε πραγματικό χρόνο (rRT-PCR), η οποία είναι πιο ευαίσθητη από την καλλιέργεια του ιού και την ανίχνευση του αντιγόνου. Είναι ιδιαίτερα ευαίσθητη στα παιδιά αλλά όχι τόσο ευαίσθητη στους ενήλικες.

Οι λιγότερο συχνά χρησιμοποιούμενες εξετάσεις περιλαμβάνουν:

  • Καλλιέργεια ιού
  • Ορολογικές εξετάσεις, οι οποίες χρησιμοποιούνται συνήθως μόνο για μελέτες έρευνας ή επιτήρησης.

Ορισμένες δοκιμασίες μπορούν να διακρίνουν μεταξύ των υποτύπων του RSV (Α και Β), αλλά η κλινική σημασία αυτών των υποτύπων δεν είναι σαφής.

Για βρέφη και μικρά παιδιά

Τόσο η rRT-PCR όσο και οι δοκιμασίες τη διάγνωση της λοίμωξης από RSV σε βρέφη και μικρά παιδιά. Η ευαισθησία των δοκιμών ανίχνευσης αντιγόνου είναι αποτελεσματικές μέθοδοι για ανίχνευσης του αντιγόνου RSV κυμαίνεται γενικά από 80% έως 90% σε αυτή την ηλικιακή ομάδα.

Για μεγαλύτερα παιδιά, εφήβους και ενήλικες

Οι πάροχοι υγειονομικής περίθαλψης θα πρέπει να χρησιμοποιούν υψηλής ευαισθησίας δοκιμασίες rRT-PCR όταν εξετάζουν μεγαλύτερα παιδιά και ενήλικες για RSV. Οι δοκιμασίες rRT-PCR είναι πλέον διαθέσιμες στο εμπόριο για τον RSV. Η ευαισθησία αυτών των δοκιμασιών συχνά υπερβαίνει την ευαισθησία των μεθόδων απομόνωσης του ιού και ανίχνευσης αντιγόνων. Οι δοκιμασίες ανίχνευσης του αντιγόνου δεν είναι πολύ ευαίσθητες για τα μεγαλύτερα παιδιά και τους ενήλικες, επειδή ενδέχεται να έχουν χαμηλότερα ιϊκά φορτία στα αναπνευστικά τους δείγματα.

Προφύλαξη για βρέφη και μικρά παιδιά υψηλού κινδύνου

Το palivizumab είναι ένα μονοκλωνικό αντίσωμα που συνιστάται από την Αμερικανική Ακαδημία Παιδιατρικής (AAP) και το Υπουργείο Υγείας της Ελλάδας, να χορηγείται σε βρέφη υψηλού κινδύνου και μικρά παιδιά που πιθανόν να ωφεληθούν από την ανοσοπροφύλαξη με βάση την ηλικία κύησης και ορισμένες υποκείμενες ιατρικές καταστάσεις. Χορηγείται σε μηνιαίες ενδομυϊκές ενέσεις κατά τη διάρκεια της περιόδου έξαρσης του RSV, η οποία γενικά αρχίζει το φθινόπωρο, στον τόπο μας από Νοέμβριο, κορυφώνεται το χειμώνα και λήγει τον Απρίλιο κάθε έτους.
Για την ανάγκη ή μη χορήγησης παλιβιζουμάμπης στο παιδί σας, αν δεν έχετε πάρει οδηγίες από το μαιευτήριο όπου γεννήθηκε ή από το τμήμα νεογεννήτων του μαιευτηρίου ή του νοσοκομείου όπου πιθανόν νοσηλεύτηκε το μωρό σας, συμβουλευτείτε τον παιδίατρό σας.

Εμβολιασμός κατά του RSV

«Μέχρι στιγμής εμβόλιο αποτελεσματικό και ασφαλές δεν έχει γίνει κατορθωτό.
Ωστόσο, ένα ερευνητικό εμβόλιο κατά του RSV σε έγκυες γυναίκες έχει διαπιστωθεί ότι συμβάλει στην προστασία των βρεφών από σοβαρή νόσο.

Η Pfizer ανακοίνωσε πρόσφατα ότι κατά τη διάρκεια τυχαιοποιημένης, διπλής-τυφλής, ελεγχόμενης με εικονικό φάρμακο μελέτης φάσης 3, το εμβόλιο RSVpreF είχε σχεδόν 82% αποτελεσματικότητα έναντι σοβαρής λοίμωξης από RSV σε βρέφη από τη γέννηση έως τις πρώτες 90 ημέρες της ζωής, σύμφωνα με δελτίο τύπου της εταιρείας.

Το εμβόλιο είχε επίσης 69% αποτελεσματικότητα έναντι σοβαρής νόσου κατά τους πρώτους 6 μήνες της ζωής του. Συνολικά 7.400 γυναίκες είχαν λάβει εφάπαξ δόση 120 μg RSVpreF στο τέλος του δεύτερου ή τρίτου τριμήνου της εγκυμοσύνης τους. Δεν υπήρχαν ενδείξεις για θέματα ασφάλειας για τις μητέρες ή τα βρέφη.

Για την αντιμετώπιση της νόσου έχουν δοκιμαστεί διάφορες αντιϊκές θεραπείες, χωρίς ιδιαίτερα ικανοποιητικά αποτελέσματα» καταλήγει ο κ. Καφετζής.