Ζήαης Ψάλλας
Ένα πρόγραμμα ηλεκτρονικών υπολογιστών μπορεί να εντοπίσει τον καρκίνο του μαστού από τις συνήθεις εξετάσεις με μεγαλύτερη ακρίβεια από τους γιατρούς, δήλωσαν οι ερευνητές και ελπίζουν ότι θα μπορούσε να αποδειχθεί μια σημαντική ανακάλυψη στον αγώνα κατά του καρκίνου.
Στη Βρετανία, γυναίκες άνω των 50 ετών συμβουλεύονται να κάνουν μαστογραφία κάθε τρία χρόνια, τα αποτελέσματα των οποίων αναλύονται από δύο ανεξάρτητους εμπειρογνώμονες.
Αλλά η ερμηνεία των σαρώσεων αφήνει περιθώρια σφαλμάτων. Ένα μικρό ποσοστό όλων των μαστογραφιών είναι ψευδώς θετικό (διαγιγνώσκεται η ασθένεια χωρίς να υπάρχει) ή ψευδώς αρνητικό (υπάρχει η ασθένεια αλλά αποτυγχάνει η διάγνωση).
Τώρα οι ερευνητές της Google Health έχουν εκπαιδεύσει ένα μοντέλο τεχνητής νοημοσύνης για τον εντοπισμό του καρκίνου σε εξετάσεις στήθους από χιλιάδες γυναίκες στη Βρετανία και τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Η ερευνητική ομάδα διαπίστωσε ότι το μοντέλο AI (artificial intelligence) τους θα μπορούσε να προβλέψει τον καρκίνο του μαστού από τις σαρώσεις με παρόμοιο επίπεδο ακρίβειας με τους ειδικούς ακτινολόγους.
Επιπλέον, το μοντέλο AI έδειξε μείωση του ποσοστού των περιπτώσεων όπου ο καρκίνος εντοπίστηκε λανθασμένα κατά 5,7% στις ΗΠΑ και κατά 1,2% στη Βρετανία.
Τέλος, μείωσε το ποσοστό των μη διαγνώσεων όταν ο καρκίνος υπήρχε κατά 9,4% στις ΗΠΑ και κατά 2,7% στη Βρετανία.
«Όσο νωρίτερα εντοπίζετε τον καρκίνο του μαστού, τόσο καλύτερο είναι για τον ασθενή», δήλωσε ο Dominic King από τη Google Health, στη Βρετανία.
Στη Βρετανία όλες οι μαστογραφίες εξετάζονται από δύο ακτινολόγους, μια εργασία που απαιτεί προσοχή. Η ομάδα της Google Health διεξήγαγε επίσης πειράματα που συνέκριναν την απόφαση του υπολογιστή με εκείνη του πρώτου ακτινολόγου. Εάν οι δύο διαγνώσεις συμφωνήσουν, η υπόθεση θεωρείται επιλυμένη. Σε περίπτωση διαφωνίας, η μηχανή κλήθηκε να συγκριθεί με την απόφαση του δεύτερου αναγνώστη. Η μελέτη που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature, έδειξε ότι η χρήση του AI για την επαλήθευση της πρώτης διάγνωσης από τον ακτινολόγο θα μπορούσε να εξοικονομήσει έως και το 88% του φόρτου εργασίας του δεύτερου κλινικού ιατρού.