Γράφει η δρ Χρυσάνθη Σαρδέλη, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κλινικός Φαρμακολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Τοξικολογία, αναπλ. καθηγήτρια Φαρμακολογίας-Κλινικής Φαρμακολογίας ΑΠΘ, Επιστημονική συνεργάτιδα ΕΛΕΤΕΜ
Η πλειονότητα των γυναικών βιώνουν σε κάποια περίοδο της ζωής τους πόνο κατά τη διάρκεια ή μετά τη σεξουαλική επαφή – σύμπτωμα που αποδίδεται με τον όρο δυσπαρευνία. Για κάποιες αποτελεί παροδικό φαινόμενο, για κάποιες άλλες όμως αποτελεί χρόνιο, δυσάρεστο πρόβλημα, το οποίο επηρεάζει αρνητικά την ποιότητα ζωής των και των συντρόφων τους. Ο πόνος μπορεί να αφορά την αιδοιοπερινεϊκή περιοχή, τον κόλπο ή συνδυασμό των παραπάνω, ενώ σπανιότερα εκτείνεται στη ράχη, τη λεκάνη, τη μήτρα ή την ουροδόχο κύστη.
Η δυσπαρευνία μπορεί να αποτελεί σύμπτωμα γυναικολογικής πάθησης (όπως π.χ. ενδομητρίωση) ή μαιευτικού τραυματισμούς, να σχετίζεται με τις ορμονικές αλλαγές της εμμηνόπαυσης ή με λήψη φαρμάκων ή να οφείλεται σε ζητήματα σεξουαλικής υγείας (συνηθέστερα έλλειψη διάθεσης για σεξουαλική δραστηριότητα ή ελλιπή σεξουαλική διέγερση παρά την έκθεση σε κατάλληλα ερεθίσματα).
Η αντιμετώπιση της απαιτεί καταρχάς αποσαφήνιση των αιτίων που την προκαλούν – κάτι που δεν είναι πάντα εφικτό ή άμεσα επιτεύξιμο. Το ιατρικό και σεξουαλικό ιστορικό (τυχόν λήψη φαρμάκων, άλλα προβλήματα υγείας ή ιστορικό κακοποίησης ή σεξουαλικής βίας), τα ευρήματα της κλινικής εξέτασης και διάφορες παρακλινικές εξετάσεις (π.χ. ενδοκολπικό υπερηχογράφημα) δίνουν απαραίτητες πληροφορίες αναφορικά με τα πιθανά αίτια. Σε άλλες περιπτώσεις μπορεί να απαιτείται περαιτέρω διερεύνηση, π.χ. διενέργεια λαπαροσκόπησης. Άλλοι επαγγελματίες υγείας – πλην του ή της μαιευτήρα-γυναικολόγου – μπορούν να συνεισφέρουν στην αποσαφήνιση των αιτίων και την επίλυση του προβλήματος, συμπεριλαμβανομένων φυσικοθεραπευτών, ψυχοθεραπευτών, σεξολόγων κ.λπ.
Στις περιπτώσεις που η δυσπαρευνία οφείλεται σε δερματολογικά αίτια ή γυναικολογικές λοιμώξεις, όπως π.χ., δερματίτιδα εξ επαφής και μυκητιασικές ή βακτηριακές αιδοιοκολπίτιδες ή σαλπιγγίτιδες, απαιτείται διακοπή της χρήσης των ερεθιστικών προϊόντων (λιπαντικά, καθαριστικά της ευαίσθητης περιοχής, διαλύματα ενδοκολπικών πλύσεων, απορρυπαντικά κ.λπ.) που μπορεί να προκαλούν αίσθημα καύσου, κνησμού και πόνου στην περιοχή, χρήση κατάλληλων εσωρούχων (από 100% βαμβάκι) ή/και λήψη ενδεδειγμένης φαρμακοθεραπείας.
Όταν η δυσπαρευνία συνυπάρχει με αιδοιοδυνία (κατάσταση που χαρακτηρίζεται από πόνο στην περιοχή των έξω γεννητικών οργάνων που επιμένει για τουλάχιστον 3 μήνες ή περισσότερο και δεν οφείλεται σε δερματική πάθηση, γυναικολογική λοίμωξη ή άλλη ιατρική πάθηση, ενώ μπορεί να σχετίζεται ή όχι με τη σεξουαλική επαφή) συνιστάται η χρήση σερβιετών και εσωρούχων από 100% βαμβάκι, η αποφυγή της χρήσης εσωρούχων κατά τη διάρκεια της νύχτας, η αποφυγή κάθε είδους κολπικών πλύσεων, ο καθαρισμός των έξω γεννητικών οργάνων μόνο με νερό, η χρήση λιπαντικών κατά την επαφή χωρίς άρωμα ή άλλα πρόσθετα, η αποφυγή στεγνώματος της περιοχής με στεγνωτήρα μαλλιών, το επιμελές πλύσιμο και απαλό στέγνωμα της περιοχής μετά την ούρηση και την αφόδευση, η εφαρμογή κρύων επιθεμάτων στο αιδοίο και η εφαρμογή λαδιού ή βαζελίνης στην περιοχή μετά την καθημερινή υγιεινή για τη διατήρηση της υγρασίας του δέρματος της περιοχής.
Κατάλληλες φαρμακοθεραπείες περιλαμβάνουν την εφαρμογή τοπικών αναισθητικών (είτε πριν από τη σεξουαλική επαφή, είτε συστηματικώς) σε μορφή κρέμας, τη λήψη αντικαταθλιπτικών ή αντιεπιληπτικών φαρμάκων από το στόμα και την τοπική εφαρμογή οιστρογόνων. Η έγχυση τοπικών αναισθητικών για την επίτευξη περιοχικής αναισθησίας, όπως και η τοπική έγχυση βοτουλινικής τοξίνης/υαλορουνιδάσης/στεροειδών ή συνδυασμού τους μπορεί να αποτελέσουν επιπλέον θεραπευτικές επιλογές. Διάφορες μορφές φυσικοθεραπείας (βελονισμός, περινεϊκές μαλάξεις, βιοανάδραση, ηλεκτροδιέγερση ή πιεσοθεραπεία στα σημεία ενεργοποίησης) παρέχουν επίσης ικανοποιητική ανακούφιση. Άλλη αποτελεσματική επιλογή για τη διαχείριση του χρόνιου πόνου αποτελεί η γνωσιακή συμπεριφορική θεραπεία, η οποία μπορεί να συνδυαστεί με κατάλληλη σεξολογική συμβουλευτική. Σε επιλεγμένες περιπτώσεις ενδείκνυται η χειρουργική αφαίρεση του ιστού που πάσχει, ενώ άλλοτε ενδείκνυται η διενέργεια επεμβάσεων αποκατάστασης της εισόδου του κόλπου στο φυσιολογικό.
Αν ο πόνος οφείλεται στην κολπική ξηρότητα της εμμηνόπαυσης ή σε λήψη φαρμάκων (π.χ. αντιαλλεργικά, αντιισταμινικά, αντικαρκινικά, αντικαταθλιπτικά (SSRIs), αντισυλληπτικά κ.ά. φάρμακα), τότε αντιμετωπίζεται είτε με θεραπεία ορμονικής υποκατάστασης (μέσω συστηματικής λήψης ή τοπικής εφαρμογής οιστρογονικών σκευασμάτων στον κόλπο), είτε με τη χρήση κατάλληλων λιπαντικών ή ενυδατικών σκευασμάτων, αφού προηγηθεί αλλαγή ή/και διακοπή των φαρμάκων που προκαλούν ξηρότητα.
Στις περιπτώσεις μη ικανοποιητικού αποτελέσματος μπορεί να συνταγογραφηθούν δύο μη ορμονικά σκευάσματα, εγκεκριμένα για την αντιμετώπιση της μέτριας ή σοβαρής δυσπαρευνίας, η πραστερόνη και η οσπεμιφένη, τα οποία έχουν αποδεδειγμένη αποτελεσματικότητα, συγκρίσιμη με αυτή των οιστρογονικών σκευασμάτων, και γνωστό προφίλ ασφάλειας.
Ο κολεόσπασμος (κατάσταση που χαρακτηρίζεται από έντονη, αντανακλαστική σύσπαση του κυκλοτερούς μυός που σχηματίζει την είσοδο του κόλπου) αποτελεί συχνή αιτία δυσπαρευνίας, η οποία αντιμετωπίζεται με κατάλληλο συνδυασμό ψυχοθεραπείας και σεξολογικής θεραπείας (συμπεριλαμβανομένων τεχνικών βαθιάς χαλάρωσης των πασχόντων μυών, τεχνικών αύξησης της ενσυνειδητότητας και χρήσης κολποδιαστολέων σταδιακά αυξανόμενης διαμέτρου).
Εφόσον διαγνωσθεί ενδομητρίωση, αυτή αντιμετωπίζεται χειρουργικά ή με συνδυασμό χειρουργικής και φαρμακολογικής θεραπείας, ενώ συνιστάται η σεξουαλική δραστηριότητα να περιορίζεται μεταξύ έμμηνης ρύσης και ωορρηξίας. Η διαπίστωση συμφύσεων ή πυελικών φλεγμονωδών μαζών ενίοτε απαιτεί τη χειρουργική λύση ή αφαίρεσή τους αντίστοιχα.
Η δυσπαρευνία που σχετίζεται με σεξολογικά προβλήματα αποτελεί περιπλοκότερο πρόβλημα και μπορεί να σχετίζεται με:
- την πάσχουσα – φόβος, αμηχανία, ντροπή, ενοχή ή αδεξιότητα μπορεί να εμποδίζουν τη γυναίκα να χαλαρώσει κατά τη διάρκεια της επαφής με επακόλουθο τον πόνο, καταστάσεις όπως αρθρίτιδα, καρκίνος, σακχαρώδης διαβήτης ή θυρεοειδικές παθήσεις και η λήψη αντισυλληπτικών ή αναλγητικών φαρμάκων μπορεί να επηρεάζουν τη σεξουαλική διάθεση, ενώ το άγχος και η κόπωση να ελαττώνουν τη διάθεση για σεξουαλική δραστηριότητα.
- το σύντροφό της – π.χ. η λήψη φαρμάκων για την αντιμετώπιση της στυτικής δυσλειτουργίας συνήθως επιμηκύνει τον χρόνο εκσπερμάτισης και αυξάνει τις πιθανότητες να είναι επώδυνη η σεξουαλική επαφή για τη γυναίκα, ενώ συχνά τυχόν σεξουαλική δυσλειτουργία του άνδρα έχει αρνητικό αντίκτυπο στη σεξουαλική διάθεση της γυναίκας.
- τη σχέση του ζευγαριού. Συνηθέστερα αφορά περιπτώσεις αναντιστοιχίας της διάθεσης για σεξουαλική δραστηριότητα μεταξύ των συντρόφων.
Η ενδεδειγμένη αντιμετώπιση τέτοιων ζητημάτων περιλαμβάνει την επίλυση των προβλημάτων που τα προκαλούν, κάτι το οποίο συνήθως προϋποθέτει βοήθεια ψυχοθεραπευτή ή/και σεξολόγου, κατά προτίμηση με τη συμμετοχή και των δύο συντρόφων. Συμπληρωματικά, προτείνεται η βραχυχρόνια διαδερμική χορήγηση τεστοστερόνης ή συνδυασμού τεστοστερόνης-οιστρογόνων ή DHEA στην πάσχουσα, χωρίς όμως να υπάρχουν επαρκή δεδομένα για την αποτελεσματικότητα ή τη μακροχρόνια ασφάλεια τέτοιων θεραπειών.
Ορισμένα επιπλέον μέτρα αυτοβοήθειας που μπορεί να εφαρμόσει μία γυναίκα περιλαμβάνουν τα εξής:
- Να χρησιμοποιεί κάποιο κατάλληλο λιπαντικό – με τα υδατοδιαλυτά λιπαντικά να αποτελούν τη βέλτιστη επιλογή όταν συνυπάρχει κολπικός ερεθισμός ή ευαισθησία, αν και τα λιπαντικά με βάση τη σιλικόνη διαρκούν περισσότερο και τείνουν να αυξάνουν περισσότερο την ολισθηρότητα της περιοχής.
- Να αφιερώνει χρόνο στη σεξουαλική δραστηριότητα, ιδίως στο προκαταρκτικό ερωτικό παιχνίδι, και να επιλέγει να έρχεται σε επαφή όταν αυτή και ο σύντροφος της είναι ξεκούραστοι και χαλαροί
- Να συζητάει με τον σύντροφο της σχετικά με το πού και πότε αισθάνεται πόνο και τι της προκαλεί ευχαρίστηση.
- Να δοκιμάζει εναλλακτικές στάσεις ή/και εναλλακτικές μορφές συνεύρεσης, π.χ. στοματικό σεξ ή αμοιβαία αυτοϊκανοποίηση, αντί της κολπικής διείσδυσης
- Να αντικαθιστά τη σεξουαλική επαφή με άλλες, μη σεξουαλικές, αισθησιακές δραστηριότητες, όπως το μασάζ.
Να αδειάζει την ουροδόχο κύστη, να κάνει ένα ζεστό μπάνιο, να παίρνει ένα μη συνταγογραφούμενο παυσίπονο πριν την επαφή. - Να εφαρμόζει κρύα επιθέματα ή παγάκια τυλιγμένα με λεπτή πετσέτα στο αιδοίο μετά την επαφή.
Παρά τη μεγάλη συχνότητα εμφάνισης και τη σημαντική αρνητική επίπτωση της δυσπαρευνίας στην ποιότητα ζωής, πολλές γυναίκες δεν ζητούν βοήθεια ή αν ζητήσουν αισθάνονται ότι το πρόβλημά τους δεν αναγνωρίζεται επαρκώς από τους επαγγελματίες υγείας. Το πρώτο βήμα για την επιτυχή αντιμετώπιση του προβλήματος είναι η αναγνώριση και η αποδοχή του, όπως και η συνειδητοποίηση ότι ναι μεν υπάρχουν λύσεις, αλλά το πρόβλημα μπορεί να απαιτεί μακροχρόνια θεραπεία με συνδυασμό θεραπευτικών παρεμβάσεων και ότι ίσως δεν είναι εφικτή η πλήρης ίαση.
Οι πάσχουσες πρέπει να ενημερώνονται διεξοδικά για τις θεραπευτικές επιλογές, ώστε να αισθάνονται ικανές να πάρουν αποφάσεις αναφορικά με την καταλληλότερη μέθοδο αντιμετώπισης του προβλήματος για τις ίδιες και τον σύντροφό τους. Ασχέτως του τι θα επιλέξει κάθε γυναίκα, πρέπει να επισκέπτεται τον ή την γιατρό της τουλάχιστον μία φορά τον χρόνο, με σκοπό να συζητούν τη γενική της κατάσταση και το αποτέλεσμα τυχόν θεραπείας που λαμβάνει ή εφαρμόζει, καθώς και οποιεσδήποτε αλλαγές ενδείκνυνται ή επιθυμεί η ίδια να γίνουν.
*Το παρόν άρθρο περιέχει εκλαϊκευμένες πληροφορίες που αντλήθηκαν από επιστημονικές δημοσιεύσεις διαθέσιμες στις βάσεις δεδομένων Pubmed και Scopus, όπως και από τις διαθέσιμες κλινικές οδηγίες της Βορειοαμερικανικής Εταιρείας Εμμηνόπαυσης, του Αμερικανικού Κολεγίου Μαιευτικής-Γυναικολογίας, των Εθνικών Ινστιτούτων Υγείας (NIH) των ΗΠΑ και του Εθνικού Ινστιτούτου Κλινικής Αριστείας (NICE) του Ηνωμένου Βασιλείου. Οι πληροφορίες που εμφανίζονται εδώ δεν αποτελούν κλινική υπόδειξη ή έκδοση συνταγής για επίλυση συγκεκριμένων ιατρικών προβλημάτων αλλά στοχεύουν στο να αυξήσουν τη γνώση του ή της αναγνώστριας και να βοηθήσουν στην καλύτερη κατανόηση των διαθέσιμων θεραπειών. Η τελική επιλογή θεραπείας ή η παράλειψή της γίνεται μόνο σε συνεργασία και με τη σύμφωνη γνώμη του ή της γιατρού κάθε πάσχουσας.