Η νόσος COVID-19 έχει ήδη προκαλέσει πάνω από 500.000 θανάτους παγκοσμίως και κάθε μέρα μαθαίνουμε όλο και περισσότερα σχετικά με τα αίτια των παραπάνω θανάτων.
Μία συχνή επιπλοκή κατά την οποία μία δευτερογενής βακτηριακή λοίμωξη εμφανίζεται ταυτόχρονα με την κύρια ιογενή λοίμωξη ευθύνεται για ένα σημαντικό ποσοστό των παραπάνω θανάτων.Οι λοιμώξεις αυτές συχνά συνοδεύουν άλλες ιογενείς λοιμώξεις, όπως η γρίπη.
«Το 50% περίπου των ασθενών με COVID-19 παρουσιάζουν ανθεκτικές λοιμώξεις, επομένως το αντιβιοτικά και τα αντιμυκητιασικά φάρμακα που κυκλοφορούν σήμερα δεν είναι αποτελεσματικά» είπε η Corrie Detweller, PhD, μικροβιολόγος από το Πανεπιστήμιο του Κολοράντο.
Οι ασθενείς που παραμένουν στη ΜΕΘ για παρατεταμένη διάρκεια είναι αυτοί που κινδυνεύουν περισσότερο από τις δευτερογενείς λοιμώξεις. Αυτό αποδίδεται σε διάφορους λόγους.
Το ανοσοποιητικό σύστημα των ασθενών που παρουσιάζουν σοβαρή νόσηση με COVID-19 εμφανίζει μία καταιγίδα κυτταροκινών, δηλαδή μία κατάσταση κατά την οποία ενεργοποιείται υπερβολικά και προκαλεί διάχυτη φλεγμονή στον οργανισμό. Μία δευτερογενής φλεγμονή μπορεί να επιδεινώσει ακόμα περισσότερο την καταιγίδα κυτταροκινών.
Ο οργανισμός δεν μπορεί να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά ένα παθογόνο χωρίς να καταστρέψει και ορισμένα δικά του κύτταρα. Η υπερβολική ανοσιακή απόκριση μπορεί να καταστρέψει υπερβολικό αριθμό υγιών κυττάρων με αποτέλεσμα να προκληθούν βλάβες στους ιστούς.
Αν και ορισμένες βακτηριακές λοιμώξεις μπορούν να αντιμετωπιστούν με αντιβιοτικά, άλλες είναι πιο ανθεκτικές στις αντιμικροβιακές θεραπείες που χρησιμοποιούνται συχνότερα.
Οι γιατροί έχουν ανακαλύψει ήδη αρκετά διαφορετικά είδη παθογόνων στους ασθενείς με COVID-19 που έχουν δευτερογενείς λοιμώξεις, το συχνότερο από τα οποία είναι το Acinetobacter baumannii (A baumannii).Το A baumannii, το οποίο προκαλεί λοιμώξεις στο αίμα, τον ουροποιητικό σωλήνα και τους πνεύμονες, είναι από τα πλέον ανθεκτικά βακτήρια. Το είδος αυτό των βακτηρίων συχνά είναι δύσκολο ή ακόμα και αδύνατο να αντιμετωπιστεί.
Δυστυχώς, οι προσπάθειες που έχουν γίνει σήμερα για την ανάπτυξη νέων αντιβιοτικών που θα μπορούν να αντιμετωπίσουν τα παραπάνω παθογόνα δεν έχουν στεφθεί με επιτυχία.