Γράφει η Δρ. Χρυσάνθη Σαρδέλη, Μαιευτήρας-Γυναικολόγος, Κλινικός Φαρμακολόγος με εξειδίκευση στην Αναπαραγωγική Τοξικολογία, Αναπλ. Καθηγήτρια Φαρμακολογίας-Κλινικής Φαρμακολογίας ΑΠΘ. Ε-mail: sardeli@auth.gr.
Προ ολίγων ημερών ανακοινώθηκε η αύξηση των τιμών πολλών ευρέως κυκλοφορούντων φαρμάκων, αλλαγή η οποία επιφέρει δυστυχώς άμεση οικονομική επιβάρυνση πολλών Ελλήνων ασφαλισμένων (υπολογίζεται σε περίπου 30 εκατ. ευρώ). Η αναπροσαρμογή αυτή ήταν απαραίτητη για τη συνέχιση της διάθεσης πολλών παλαιότερων, στην πλειοψηφία τους πολύ φθηνών φαρμάκων, τα οποία αλλιώς δεν θα διατίθετο καθόλου, γιατί η εισαγωγή/παραγωγή και διάθεσή τους από τις φαρμακευτικές εταιρίες ήταν πλέον ασύμφορη. Η επακόλουθη, δε, εξαφάνισή τους από την αγορά θα σήμαινε (μια που στην πλειψηφία τους παραμένουν τα χρήσιμα και απαραίτητα) την κατά πολύ ακριβότερη εισαγωγή τους μέσω άλλων οδών (ΙΦΕΤ ΜΑΕ) ή την αντικατάστασή τους από άλλα νεότερα και συνήθως σημαντικά ακριβότερα σκευάσματα και τελικώς την ακόμη μεγαλύτερη οικονομική επιβάρυνση του σχετικού κρατικού προϋπολογισμού αλλά και των ασφαλισμένων.
Με βάση τα παραπάνω και καθώς πλησιάζει η στιγμή έναρξης διάθεσης των νέων αντιγριπικών εμβολίων από τα φαρμακεία της χώρας, ενώ πληθαίνουν και οι φωνές που παρακινούν τους πολίτες να εμβολιαστούν με αναμνηστική δόση κατά της Covid-19, είναι ώρα για έγκαιρο, κατάλληλο σχεδιασμό και ενημέρωση του κοινού για τον αντιγριπικό και αντί-Covid-19 εμβολιασμό, έτσι ώστε να επιτευχθεί το βέλτιστο κάλυψης του πληθυσμού αλλά και να γίνει εξορθολογισμός της σχετικής δαπάνης και της επακόλουθης εργασιακής επιβάρυνσης του ήδη υπέρμετρα ταλαιπωρημένου υγειονομικού προσωπικού της χώρας.
Γιατί είναι σημαντική η εν λόγω συζήτηση; Γιατί πολύ απλά δεν αποτελεί ορθή, ούτε φιλολαϊκή, φιλάνθρωπη, οικονομικά βιώσιμη ή επιστημονικά σοβαρή, πρόταση το “να προμηθευτεί η χώρα από όλα τα εμβόλια για όλους”, ούτε πρέπει να δεσμευτεί ιατρικό/νοσηλευτικό προσωπικό για τα ανωτέρω ενώ δεν χρειάζεται. Δέον είναι να σημειωθεί, πως δεν αποτελεί λύση για την εργασιακή επιβάρυνση του ιατρικού/νοσηλευτικού προσωπικού της χώρας μία αμιγώς ιατρική πράξη, όπως είναι η χορήγηση (δηλαδή η διάθεση και έγχυση) εμβολίων, να γίνεται στα φαρμακεία χωρίς την εμπλοκή ιατρών και την προηγούμενη ιατρική εξέταση των προς εμβολιασμό πολιτών και τη συνταγογράφηση των εμβολίων.
Δεδομένων λοιπόν των υφισταμένων επιστημονικών δεδομένων αποτελεσματικότητας και ασφάλειας των υπό συζήτηση εμβολίων αλλά και των παθοφυσιολογικών χαρακτηριστικών των εν λόγω παθήσεων, κυρίως όμως του γεγονότος ότι η ηλικία αποτελεί τον μοναδικό, σημαντικότερο προγνωστικό παράγοντα κινδύνου για σοβαρή νόσηση από γρίπη ή Covid-19, προτείνονται τα παρακάτω:
- Ο εμβολιασμός με αναμνηστική δόση κατά της γρίπης και της Covid-19 συνιστάται για όλα τα άτομα ηλικίας άνω των 65 ετών.
- Για άτομα νεότερα των 65 ετών συνιστάται να εμβολιάζονται με αναμνηστική δόση κατά της γρίπης και της Covid-19 εφόσον πάσχουν από χρόνιο νόσημα ή εμφανίζουν ειδικές καταστάσεις που αυξάνουν τον κίνδυνο βαριάς νόσησης (ενδεικτικά: καρκίνο, νοσήματα του καρδιαγγειακού, ανοσοκαταστολή/ανoσοανεπάρκειες, χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού όπως χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια και άσθμα, κύηση).
- Ο εμβολιασμός πρέπει να έχει ολοκληρωθεί μέχρι τα μέσα Δεκεμβρίου.
- Μία αναμνηστική δόση είναι επαρκής για όλες τις κατηγορίες ατόμων.
- Ο εμβολιασμός για τις δύο παθήσεις μπορεί να γίνεται την ίδια μέρα, επιλέγοντας διαφορετική θέση έγχυσης.
- Τα άτομα ηλικίας 70 ετών και άνω πρέπει να εμβολιάζονται με τις εκδοχές των εγκεκριμένων αντιγριπικών εμβολίων που περιέχουν ειδικά ανοσοενισχυτικά, κάτι που δεν είναι απαραίτητο για νεότερα άτομα ασχέτως γενικής κατάστασης της υγείας τους.
- Τα εμβόλια κατά της Covid-19 που διατίθενται στους πολίτες πρέπει να είναι επικαιροποιημένα και να μην χρησιμοποιηθούν παλιότερες εκδοχές τους.
Να σημειωθεί πως δεν είναι απαραίτητος ο καθολικός εμβολιασμός των υγιών παιδιών ηλικίας 2-6 (σε ορισμένες χώρες μέχρι 10) ετών κατά της γρίπης, πρακτική που εφαρμόστηκε τα τελευταία χρόνια σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες με σκοπό την πρόληψη της νόσου της γρίπης σε οικογένειες με παιδιά, την προστασία των ευάλωτων μελών των οικογενειών και τη μείωση της μετάδοσης της γρίπης στην κοινότητα. Αυτό διότι η εμπειρία έδειξε πως, είτε λόγω κακής ενημέρωσης, είτε λόγω κακών πρακτικών από πλευράς πολιτείας ή/και υγειονομικών, δεν επετεύχθη ο στόχος εμβολιασμού επαρκούς αριθμού παιδιών, ώστε να διασφαλίζεται η επιδιωκόμενη μείωση της εξάπλωσης της λοίμωξης στην κοινότητα. Είναι επιστημονικά λάθος και ταυτόχρονα ανήθικο να χορηγούνται εμβόλια σε υγιή άτομα για λόγους δημοσίου συμφέροντος, όταν αυτή η πρακτική είναι αποδεδειγμένα αναποτελεσματική και κυρίως είναι επιβαρυντική για τον πεπερασμένο κρατικό προϋπολογισμό για την υγεία και τον ήδη πολύ περιορισμένο χρόνο των γιατρών/νοσηλευτών της χώρας.
Είναι ώρα η εθνική στρατηγική εμβολιασμών να μπει σε νέα βάση, τεκμηριωμένη επιστημονικά και οικονομοτεχνικά και οι σχετικές παρεμβάσεις να φορούν το σύνολο του ελληνικού πληθυσμού. Επιπλέον όμως είναι απαραίτητο οι όποιες παρεμβάσεις να γίνονται εγκαίρως, με διαφάνεια και πλήρη, κατανοητή ενημέρωση τόσο των επαγγελματιών υγείας όσο και του γενικού πληθυσμού, ώστε να αποφεύγονται παρανοήσεις και αχρείαστη κοινωνική αναταραχή και εργασιακή επιβάρυνση σε ένα χειμαζόμενο σύστημα υγείας.