Ζήσης Ψάλλας

Επιστήμονες του Ινστιτούτου Van Andel και του Ινστιτούτου Ανοσοβιολογίας και Επιγενετικής Max Planck εντόπισε δύο διακριτούς υποτύπους βήτα κυττάρων στο πάγκρεας που παράγουν ινσουλίνη, ο καθένας με κρίσιμα χαρακτηριστικά που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την καλύτερη κατανόηση και θεραπεία του διαβήτη τύπου 1 και τύπου 2.

Τα βήτα κύτταρα είναι κρίσιμοι θεματοφύλακες της μεταβολικής ισορροπίας του σώματος. Είναι τα μόνα κύτταρα ικανά να παράγουν ινσουλίνη, η οποία ρυθμίζει τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα ορίζοντας την τύχη της γλυκόζης για άμεση χρήση ή αποθήκευση.

Στον διαβήτη τύπου 1, τα βήτα κύτταρα δέχονται επίθεση από το ανοσοποιητικό σύστημα με αποτέλεσμα να μην μπορούν να παράγουν ινσουλίνη. Ο διαβήτης τύπου 2 ξεκινά με την αντίσταση στην ινσουλίνη. Η προκύπτουσα υπερβολική ποσότητα σακχάρου στο αίμα από τη διατροφή ενός ατόμου κάνει τα βήτα κύτταρα στο πάγκρεας να κάνουν υπερωρίες. Τελικά, τα βήτα κύτταρα δεν μπορούν πλέον να συμβαδίσουν και οι συγκεντρώσεις σακχάρου στο αίμα αυξάνονται.

Και οι δύο ασθένειες αντιμετωπίζονται με την ενίσχυση της δράσης της ινσουλίνης, είτε με την παροχή της ίδιας της ινσουλίνης, είτε με την αύξηση της δραστηριότητάς της και την απελευθέρωσή της στο αίμα. Μερικά άτομα με διαβήτη τύπου 1 μπορεί να επιλέξουν να υποβληθούν σε μεταμόσχευση βήτα κυττάρων, μια πειραματική διαδικασία κατά την οποία τα λειτουργούντα κύτταρα από έναν δότη εμφυτεύονται στο πάγκρεας.

Τα νέα ευρήματα, που δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό Cell Metabolism, προτείνουν πολλά πιθανά μονοπάτια που θα μπορούσαν να ενημερώσουν τις μελλοντικές θεραπείες του διαβήτη, όπως η προσαρμογή της αναλογίας των υποτύπων των βήτα κυττάρων σε μεταμοσχεύσεις για να διασφαλιστεί η βέλτιστη λειτουργία.

«Όλα τα κύτταρα ποικίλλουν κατά κάποιο τρόπο, αλλά αυτοί οι δύο υποτύποι βήτα κυττάρων είναι διακριτοί και σταθερά διαφορετικοί μεταξύ τους. Αυτό δείχνει ότι εξυπηρετούν δύο διαφορετικές αλλά απαραίτητες λειτουργίες ως παραγωγοί ινσουλίνης. Ο καθένας έχει τους δικούς του ρόλους», είπε ο καθηγητής J. Andrew Pospisilik, ανώτερος συγγραφέας της μελέτης. 

Οι δύο τύποι -που περιγράφονται από τους συγγραφείς ως ßHI και ßLO– διαφέρουν ως προς τη λειτουργία, το μέγεθος, το σχήμα και τα επιγονιδιωματικά χαρακτηριστικά, μεταξύ άλλων. Εμφανίζουν επίσης αντίθετα μοτίβα επιφανειακών δεικτών, που βοηθούν τα κύτταρα να στέλνουν και να λαμβάνουν χημικά μηνύματα. Τα κύτταρα ßHI φαίνεται να είναι πιο διαδεδομένα στον διαβήτη τύπου 2.

Είναι σημαντικό ότι οι υποτύποι μπορούν να διαχωριστούν από την παρουσία ή την απουσία μιας πρωτεΐνης που ονομάζεται CD24. Αυτή η πρωτεΐνη λειτουργεί ως δείκτης που επιτρέπει τη στόχευση του ενός τύπου και όχι του άλλου. Η διάκριση μπορεί να ενημερώσει την ανάπτυξη πιο συγκεκριμένων στρατηγικών θεραπείας του διαβήτη και προσφέρει ένα κρίσιμο εργαλείο που επιτρέπει στους επιστήμονες να μελετήσουν καλύτερα κάθε τύπο κυττάρου σε βάθος.