Οι νεότεροι, όσοι έχουν παιδιά και οι λιγότερο μορφωμένοι είναι οι τρεις κατηγορίες ανθρώπων που είναι πιθανότερο να εκδηλώσουν θυμό, σύμφωνα με μια νέα επιστημονική έρευνα.

Ο θυμός είναι ένα από τα πιο κοινά αρνητικά συναισθήματα και μπορεί να έχει σημαντικές ψυχικές και σωματικές συνέπειες, αν διαρκεί πολύ. Από τη σκοπιά της σύγχρονης ψυχολογίας θεωρείται μάλλον ως ένα φυσικό συναίσθημα, που ορισμένες φορές μπορεί να βοηθήσει έναν άνθρωπο, γι’ αυτό, άλλωστε, ενθαρρύνει την εκδήλωσή του. Μάλιστα, μια προηγούμενη μελέτη έχει διαπιστώσει ότι όσοι εκφράζουν συχνά το θυμό τους (σε λογικά πλαίσια!) μπορούν να ζήσουν περισσότερο από όσους τον κρατούν μέσα τους. Η νέα έρευνα έγινε από ερευνητές του πανεπιστημίου του Τορόντο υπό τον καθηγητή Σκοτ Σίμαν του τμήματος κοινωνιολογίας, σύμφωνα με το Live Science, και θα δημοσιευτεί στο «International Handbook of Anger» (Διεθνές Εγχειρίδιο του Θυμού), που θα κυκλοφορήσει τον Ιανουάριο του 2010.

Σύμφωνα με την έρευνα:

Οι νεότεροι άνθρωποι κάτω των 30 ετών νιώθουν πιο συχνά θυμό σε σχέση με τους μεγαλύτερους, κυρίως επειδή βιώνουν μεγαλύτερη πίεση χρόνου, περισσότερες οικονομικές δυσκολίες (ειδικά σε περιόδους οικονομικής κρίσης) και μεγαλύτερες διαπροσωπικές σχέσεις στο εργασιακό περιβάλλον τους.

Η έλλειψη χρόνου και το συνακόλουθο αίσθημα πίεσης είναι ο συχνότερος παράγων πρόκλησης θυμού. Πέρα από τις πολλές χαρές της, μια οικογένεια με παιδιά (ειδικά όταν αυτά είναι άτακτα…) είναι ένα περιβάλλον όπου συχνά γεννιούνται συναισθήματα θυμού και επιθετικές συμπεριφορές, κάτι που ισχύει περισσότερο για τις γυναίκες παρά για τους άνδρες.

Οι περισσότερο μορφωμένοι είναι λιγότερο επιρρεπείς στον θυμό και, όταν θυμώνουν, μιλούν πιο ανοιχτά από τους λιγότερους μορφωμένους για τις αιτίες του θυμού τους. Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι γενικά ο αυτοέλεγχος αυξάνεται ανάλογα με το επίπεδο της μόρφωσης ενός ανθρώπου. Όσοι έχουν μεγαλύτερα οικονομικά προβλήματα, τείνουν να έχουν και περισσότερο θυμό, κάτι που ισχύει επίσης περισσότερο για τις γυναίκες σε σχέση με τους άνδρες.