Τα πρώτα αποτελέσματα από τη μεγαλύτερη μελέτη ύπνου στον κόσμο έδειξαν ότι οι άνθρωποι που κοιμούνται από επτά έως οκτώ ώρες τη νύχτα έχουν καλύτερη νοημοσύνη από όσους κοιμούνται λιγότερο ή περισσότερο. Οι νευροεπιστήμονες από το University of Western Ontario δημοσίευσαν τα ευρήματά τους σήμερα στο περιοδικό Sleep.
Σύμφωνα με την καναδική μελέτη, περίπου οι μισοί από τους συμμετέχοντες ανέφεραν ότι κοιμούνται συνήθως λιγότερο από 6,3 ώρες τη νύχτα, περίπου μία ώρα λιγότερο από τη συνιστώμενη ποσότητα.
Μια εκπληκτική αποκάλυψη ήταν ότι οι περισσότεροι συμμετέχοντες που κοιμόντουσαν τέσσερις ώρες ή λιγότερο λειτουργούσαν νοητικά σαν να ήταν σχεδόν εννέα ετών.
Μια άλλη εκπληκτική ανακάλυψη ήταν ότι ο ύπνος επηρέαζε όλους τους ενήλικες εξίσου. Η ποσότητα ύπνου που σχετίζεται με εξαιρετικά λειτουργική γνωστική συμπεριφορά ήταν περίπου ίδια για όλους (επτά έως οκτώ ώρες), ανεξαρτήτως ηλικίας. Δηλαδή οι επιπτώσεις που συνδέονται με τον υπερβολικά λίγο ή υπερβολικά πολύ ύπνο δεν εξαρτώνται από την ηλικία των συμμετεχόντων.
«Βρήκαμε ότι η βέλτιστη ποσότητα ύπνου για να κρατάτε τον εγκέφαλό σας όσο το δυνατόν σε φόρμα είναι επτά έως οκτώ ώρες κάθε βράδυ. Αυτό κρατά το σώμα σας στην κορυφαία κατάσταση. Οι άνθρωποι που κοιμόντουσαν περισσότερο από αυτές τις ώρες ήταν εξίσου πεσμένοι, όπως αυτοί που κοιμόντουσαν λιγότερο» είπε ο Conor Wild, επικεφαλής της μελέτης.
Οι συλλογισμοί και οι προφορικές ικανότητες των συμμετεχόντων ήταν αυτά που επηρεάστηκαν περισσότερο από τον ύπνο, ενώ η βραχυπρόθεσμη απόδοση μνήμης ήταν σχετικά ανεπηρέαστη.
Η μεγαλύτερη μελέτη ύπνου στον κόσμο ξεκίνησε τον Ιούνιο του 2017 και μέσα σε λίγες μέρες περισσότεροι από 40.000 άνθρωποι από όλο τον κόσμο συμμετείχαν στην ηλεκτρονική επιστημονική έρευνα, η οποία περιέλαβε ένα λεπτομερές ερωτηματολόγιο και μια σειρά γνωστικών δραστηριοτήτων απόδοσης.
«Θέλαμε να καταγράψουμε τις συνήθειες ύπνου των ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο. Προφανώς, υπήρξαν πολλές μικρότερες μελέτες ύπνου σε εργαστήρια αλλά θέλαμε να μάθουμε ποιος είναι ο ύπνος στον πραγματικό κόσμο», δήλωσε ο Adrian Owen, καθηγητής στο Ινστιτούτο Εγκεφάλου και Ψυχικής Υγείας.