Μετά από τριάντα χρόνια ανακαλύφθηκε ένα ισχυρό όπλο στον πόλεμο κατά του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου, το οποίο επιμηκύνει σημαντικά το προσδόκιμο επιβίωσης των ασθενών.

Πρόκειται   για τη νέα φαρμακευτική ουσία Erbituxâ (cetuximab), η οποία  εγκρίθηκε πρόσφατα  από την   επιστημονική επιτροπή του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Φαρμάκων (ΕΜΕΑ), ως θεραπεία 1ης γραμμής σε ασθενείς με υποτροπιάζοντα μεταστατικό καρκίνο κεφαλής και τραχήλου από πλακώδη κύτταρα.

Τα αποτελέσματα σύμφωνα με την επιστημονική μελέτη EXTREME, η οποία  δημοσιεύτηκε ιατρικό περιοδικό, New England Journal of Medicine, τον Σεπτέμβριο του 2008, είναι θεαματικά καθώς οι ασθενείς που έλαβαν Erbituxâ και χημειοθεραπεία εμφάνισαν τις εξής βελτιώσεις σε σύγκριση με τη χημειοθεραπεία μόνο:

·        Αύξηση διάμεσης συνολικής επιβίωσης κατά περίπου 3 μήνες (10,1 μήνες έναντι 7,4 μηνών ) που ισοδυναμεί με 20% μείωση του κινδύνου θανάτου κατά την περίοδο της μελέτης.

·        Αύξηση κατά 70% της διάμεσης επιβίωσης χωρίς εξέλιξη της νόσου (5,6 μήνες έναντι 3,3 μηνών )

·        Σχετική αύξηση κατά 80% του ποσοστού ανταπόκρισης (36% έναντι 20%,).

Το νέο φάρμακο αυξάνει το ποσοστό ανταπόκρισης στη θεραπεία και κυρίως, παρατείνει σημαντικά τη συνολική επιβίωση των ασθενών. Το Erbituxâ (cetuximab) είναι ένα εξανθρωποποιημένο μονοκλωνικό αντίσωμα, το οποίο στοχεύει τον υποδοχέα του Επιδερμικού Αυξητικού Παράγοντα, ο οποίος παίζει βασικό ρόλο στην ανάπτυξη διαφόρων νεοπλασμάτων, συμπεριλαμβανομένου και του καρκίνου κεφαλής και τραχήλου.

Η παρουσίαση των  θεαματικών αποτελεσμάτων της επιστημονικής έρευνας EXTREME έγινε  στο πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Αμβέρσας του Βελγίου. Σύμφωνα με τα επιστημονικά στατιστικά στοιχεία ο καρκίνος κεφαλής και τραχήλου είναι ο έκτος συχνότερος παγκοσμίως, προσβάλλει κυρίως άνδρες καπνιστές και ενοχοποιείται για  68.000 θανάτους το χρόνο στην Ευρώπη και πάνω από 1.500 στη χώρα μας. Τα περιστατικά  στην Ευρώπη ανέρχονται σε περίπου 143.000 το χρόνο και περιλαμβάνουν καρκίνους της γλώσσας, του στόματος, των σιελογόνων αδένων, του φάρυγγα, του λάρυγγα, των παραρινίων κοιλοτήτων και άλλων. Τα θεραπευτικά αποτελέσματα  μέχρι πρόσφατα ήταν πολύ φτωχά και η κύρια αντιμετώπιση ήταν το χειρουργείο, συχνά παραμορφωτικό και η ακτινοθεραπεία.