Ζήσης Ψάλλας
Οι ερευνητές προσπαθούν να μάθουν εάν υπάρχει κάποια διατροφή που μπορεί να βοηθήσει στην καταπολέμηση του καρκίνου και μια μελέτη έκανε ένα πρώτο βήμα, αν και όχι ολοκληρωμένο, εξετάζοντας τον ρόλο της κετογενούς διατροφής.
Η μοντέρνα και ενίοτε αμφισβητούμενη κετογενής διατροφή έχει γίνει δημοφιλής. Αρχικά, η δίαιτα αυτή, η οποία είναι υψηλή σε πρωτεΐνες και χαμηλή σε υδατάνθρακες, αναπτύχθηκε για να βοηθήσει τους ασθενείς με επιληψία τη δεκαετία του 1920. Τώρα, έναν αιώνα αργότερα, οι ερευνητές προσπαθούν να δουν αν μπορεί να έχει άλλους ιατρικούς σκοπούς, συμβάλλοντας στη βελτίωση της υγείας των καρκινοπαθών.
Οι ερευνητές του Πανεπιστημίου της Αλαμπάμα, στο Μπέρμιγχαμ, διερεύνησαν εάν η κετογενής δίαιτα μπορεί να βοηθήσει τις γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών ή του ενδομητρίου να χάσουν περισσότερο σωματικό λίπος και να μειώσουν τα επίπεδα ινσουλίνης τους.
Εξέτασαν 45 υπέρβαρες ή παχύσαρκες γυναίκες με καρκίνο των ωοθηκών ή του ενδομητρίου. Τους δόθηκαν τυχαία είτε μια κετογενής δίαιτα είτε μια διατροφή που συνιστά η Αμερικανική Εταιρεία Καρκίνου, που είναι μέτριας έως υψηλής περιεκτικότητας σε υδατάνθρακες, υψηλής περιεκτικότητας σε φυτικές ίνες και χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά.
Σε σύγκριση με όσες γυναίκες ακολούθησαν τη δίαιτα της χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά που συνιστά η Αμερικανική Αντικαρκινική Εταιρεία, οι γυναίκες με καρκίνο που παρέμειναν στην κετογενή δίαιτα για 12 εβδομάδες έχασαν περισσότερο σωματικό λίπος και είχαν χαμηλότερα επίπεδα ινσουλίνης. Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Journal of Nutrition».
Η κετογενής δίαιτα περιορίζει τους υδατάνθρακες, οι οποίοι είναι γνωστό ότι αυξάνουν τη γλυκόζη και την ινσουλίνη στο αίμα. Αναγκάζει το σώμα να καίει το λίπος ως καύσιμο. Μερικά από τα λίπη μετατρέπονται σε κετόνες που χρησιμοποιούνται από τον εγκέφαλο κι άλλους ιστούς ως εναλλακτικό είδος καυσίμου έναντι της γλυκόζης.
Προηγούμενες μελέτες έχουν δείξει ότι μια κετογενής διατροφή μπορεί να έχει θετικά αποτελέσματα που σχετίζονται με τον καρκίνο. «Κατ’ αρχάς, μείωσε την ινσουλίνη που είναι παράγοντας ανάπτυξης» εξήγησε ο Gower. «Οι δίαιτες υψηλής γλυκόζης έχουν ως αποτέλεσμα υψηλή ινσουλίνη, η οποία διεγείρει την ανάπτυξη καρκινικών κυττάρων. Και δεύτερον, η κετογόνος δίαιτα οδήγησε σε επιλεγμένη απώλεια σπλαχνικού λίπους».
Η Gower εξηγεί ότι το σπλαχνικό λίπος είναι το «κακό λίπος» που βρίσκεται στην κοιλιακή χώρα. Το σπλαχνικό λίπος συσχετίζεται με αυξημένο κίνδυνο για καρκίνο και διαβήτη. Η ίδια ανέφερε ότι οι ασθενείς με υψηλότερες κετόνες είχαν χαμηλότερα επίπεδα IGF-1 – έναν αυξητικό παράγοντα που διεγείρει τα καρκινικά κύτταρα.