Γράφει ο κ. Δημήτριος Α. Κουντουράς MD, PhD Διευθυντής Ηπατολογικού Τμήματος Ομίλου ΥΓΕΙΑ
Κάπως έτσι θα περιγράφεται κάποτε η ιστορία της ηπατίτιδας C, αν γίνουν πραγματικότητα τα σχέδια του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας για την εξάλειψη της νόσου μέχρι το 2030.
Αυτό το σενάριο σαν παραμύθι κατέστη δυνατό τα τελευταία χρόνια χάρις στην τεχνολογία των φαρμάκων για την ηπατίτιδα C, που επέτυχε την ανάπτυξη θεραπειών με αποτελεσματικότητα κοντά στο 100% για όλους τους ασθενείς, χωρίς εξαιρέσεις πρακτικά, με φάρμακα με ελάχιστες παρενέργειες και πολύ μικρή διάρκεια θεραπείας σε σχέση με το παρελθόν. Αυτές είναι οι λεγόμενες θεραπείες ελεύθερες ιντερφερόνης με τα ευθέως δρώντα αντιιικά φάρμακα (DirectActingAntivirals ή DAAs), που χορηγούνται από το στόμα και όχι με ενέσεις και λαμβάνονται μία ή δύο φορές την ημέρα, σε ανοικτούς ή σταθερούς συνδυασμούς μεταξύ τους.
Για να γίνει αντιληπτή η πρόοδος, θα πρέπει να συγκριθεί η νέα πραγματικότητα η τρομακτική εμπειρία όσων υπεβλήθησαν στο παρελθόν σε θεραπεία με συνδυασμούς ενέσεων ιντερφερόνης μαζί με πολλά χάπια ριμπαβιρίνης ή των πρώτων DAAs, με τους πυρετούς, τα οστικά άλγη, τον κνησμό και την πληθώρα των υπολοίπων παρενεργειών, μεταξύ των οποίων και οι ψυχιατρικές. Για να μην ξεχνάει επίσης κανείς τα αποκαρδιωτικά αποτελέσματα με την φτωχή ανταπόκριση.
Οι ασθενείς με χρόνια ηπατίτιδα διατρέχουν αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη κίρρωσης και καρκίνου του ήπατος, επιπλοκές που είναι υπεύθυνες για 1 εκατομμύριο θανάτους παγκοσμίως το χρόνο, ενώ ο καρκίνος του ήπατος αποτελεί την τρίτη αιτία θανάτου. Για την ηπατίτιδα C δεν υπάρχει εμβόλιο, γι’ αυτό και η νόσος οφείλει ακόμη περισσότερο να προλαμβάνεται με μέτρα αποτροπής της μετάδοσης, η οποία γίνεται κατά κύριο λόγο μέσω του αίματος. Πέραν της μετάδοσης μέσω του αίματος, η ηπατίτιδα C, ανήκει στα λεγόμενα σεξουαλικώς μεταδιδόμενα νοσήματα.
Και φυσικά, όσον αφορά την ηπατίτιδα C, γίνεται λόγος μόνο για ίαση και οριστική απαλλαγή του ασθενούς από τον ιό και όχι μόνο για καταστολή του. Κύριος στόχος της θεραπευτικής παρέμβασης είναι η επίτευξη μακροχρόνιας ιολογικής ανταπόκρισης SustainedVirologicalResponce(SVR), η οποία επιφέρει σημαντική ιστολογική βελτίωση ως προς τη νεκροφλεγμονώδη δραστηριότητα και την ίνωση, αναστολή της εξέλιξης της ηπατικής νόσου, ελάττωση (σχεδόν εξαφάνιση) του κινδύνου ανάπτυξης Ηπατοκυτταρικού καρκίνου (ΗΚΚ) και βελτίωση της επιβίωσης των ασθενών με χρόνια ΗCV λοίμωξη. Ο κίνδυνος ΗΚΚ δεν εξαφανίζεται μετά την επίτευξη SVR σε ασθενείς με προϋπάρχουσα κίρρωση.
Μακροχρόνια ιολογική ανταπόκριση (SVR) ορίζεται η απουσία ανιχνεύσιμου HCV RNA στον ορό με χρήση ευαίσθητης μεθοδολογίας (όριο ανίχνευσης 10 IU/ml) στις 12 εβδομάδες μετά τη διακοπή της θεραπείας. Η SVR είναι χρήσιμο να επιβεβαιώνεται με έλεγχο HCV RNA 12 μήνες μετά την πρώτη εκτίμηση. Η 5-10ετής πιθανότητα υποτροπής της HCV λοίμωξης μετά από SVR είναι πολύ μικρή (<5%).
Η διάγνωση της χρόνιας HCV λοίμωξης τίθεται με την παρουσία θετικών αντισωμάτων έναντι του HCV (anti-HCV) και ανιχνεύσιμου HCV RNA ορού τουλάχιστον από 6μήνου. Πρέπει να σημειωθεί ότι μία μόνον αρνητική εξέταση για HCV RNA ορού δεν αποκλείει την HCV λοίμωξη σε άτομα με κλινικοεργαστηριακές ενδείξεις πιθανής HCV λοίμωξης (π.χ. έκθεση σε παράγοντα κινδύνου για HCV με ή χωρίς υπερτρανσαμινασαιμία) και χρειάζεται επανεξέταση προς αποκλεισμό παροδικά πολύ χαμηλών επιπέδων HCV ιαιμίας.
Σε έλεγχο για anti-HCV πρέπει οπωσδήποτε να υποβάλλονται:
1. Όλα τα άτομα που έχουν αυξήσεις τρανσαμινασών
2. Πρώην και ενεργοί χρήστες ενδοφλεβίων ναρκωτικών
3. Όσοι έχουν υποβληθεί σε μεταγγίσεις αίματος ή παραγώγων του ή μεταμόσχευση οργάνου πριν από το 1992
4. Όσοι έχουν υποβληθεί ή υποβάλλονται σε τεχνητό νεφρό
5. Όσοι έχουν εκτεθεί παρεντερικά σε δυνητικά μολυσμένα ιατρικά ή παραϊατρικά εργαλεία
6. Ερωτικοί σύντροφοι ατόμων με ηπατίτιδα C
7. Άτομα με πολλαπλούς ερωτικούς συντρόφους
8. Παιδιά μητέρων με ηπατίτιδα C
9. Aσθενείς με HIV λοίμωξη
10. Ασθενείς με χρόνια HBV λοίμωξη
Όλοι οι ασθενείς με χρόνια HCV λοίμωξη είναι υποψήφιοι για αντιική θεραπεία και δυνητικά πρέπει να θεραπεύονται με το βέλτιστο σχήμα που προσφέρει την υψηλότερη αποτελεσματικότητα και την καλύτερη ασφάλεια και ανοχή. Το υψηλό όμως κόστος της σύγχρονης φαρμακευτικής θεραπείας δημιουργεί την ανάγκη για ιεράρχηση των ενδείξεων θεραπείας ώστε να προηγούνται οι ασθενείς με την αμεσότερη ανάγκη θεραπευτικής παρέμβασης.
Σύμφωνα με τις επιταγές του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, η Ελλάδα έχει ετοιμάσει το δικό της Εθνικό Σχέδιο Δράσης μέχρι το 2030, για την εξάλειψη της Ηπατίτιδας C. Αυτό το Εθνικό Σχέδιο διαθέτει ως βασικούς πυλώνες την αγωγή υγείας και την ευαισθητοποίηση, την πρωτογενή και δευτερογενή πρόληψη, τον προσυμπτωματικό έλεγχο και τη διάγνωση, τη θεραπεία και την παροχή φροντίδας υγείας και την παρακολούθηση, την αποκατάσταση και τη χρόνια φροντίδα.
Σκοπός ενός τέτοιου προγράμματος είναι η εξάλειψη του ιού μέσω διακοπής της μετάδοσής της, εντείνοντας τα μέτρα πρόληψης όπως ο έλεγχος του αίματος και των παραγώγων του, η τήρηση των όρων ασφαλούς ιατρικής πρακτικής και η αγωγή υγείας. Παράλληλα, βεβαίως, σκοπός είναι η θεραπεία τόσο των ομάδων που εμφανίζουν υψηλό επιπολασμό και μεταδοτικότητα, όσο και του υπόλοιπου πληθυσμού που νοσεί. Η επιδίωξη αυτή συμπεριλαμβάνει τόσο την εξάλειψη των εστιών διαμόλυνσης, όσο και την οριστική θεραπεία των ασθενών, ώστε να αποφευχθούν οι μακροχρόνιες συνέπειες της νόσου, που είναι η κίρρωση και ο ηπατοκυτταρικός καρκίνος, με τεράστιο ατομικό και κοινωνικό κόστος.
Το ΗπατολογικόΤμήμα του ΥΓΕΙΑ έχει ως αντικείμενο τη διάγνωση, θεραπεία και παρακολούθηση ασθενών με οξέα και χρόνια νοσήματα ήπατος-χοληφόρων. Ιδιαίτερη επίσης σημασία δίνεται στην προληπτική ιατρική (π.χ. ενημέρωση, διαιτητικές οδηγίες, εμβολιασμός), όπως και στην πρώιμη, έγκυρη διάγνωση, κάτι που επιτυγχάνεται με την εφαρμογή κατάλληλων, απλών αλλά αποτελεσματικών διαγνωστικών μεθόδων (π.χ. υπερηχογράφημα ήπατος, ιολογικοί και νεοπλασματικοί δείκτες).
Πηγή: www.hygeia.gr