Στο εδώλιο του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Ρόδου πρόκειται να καθίσει στις 6 Οκτωβρίου 2014 ένας ιατρός ακριτικού νοσοκομείου, ο οποίος φέρεται να πρωταγωνίστησε σε μια ασύλληπτη ιατρική πράξη, που συνοδεύεται από καταγγελίες για σκόπιμη παραπλάνηση και παρασιώπηση ουσιωδών στοιχείων για την πορεία της υγείας μιας 32χρονης γυναίκας.
Η υπόθεση, η οποία αναδείχθηκε από τη «Δημοκρατική» και τη «Ζούγκλα», είχε προκαλέσει σάλο, με αποτέλεσμα τη δημόσια παρέμβαση της τότε υπουργού ΥγείαςΗ υπόθεση, η οποία αναδείχθηκε από τη «Δημοκρατική» και τη «Ζούγκλα», είχε προκαλέσει σάλο, με αποτέλεσμα τη δημόσια παρέμβαση της τότε υπουργού Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου, η οποία απαίτησε να χυθεί άπλετο φως.
Η 32χρονη γυναίκα είχε καταγγείλει ότι κατά τη διάρκεια ανεπιτυχούς διακοπής της κύησής της ο γιατρός, αντί να αφαιρέσει το έμβρυο, το τεμάχισε, με αποτέλεσμα να αποκοπεί το κεφάλι του, να παραμείνει στην κοιλιακή χώρα και η μητέρα να κινδυνέψει να πεθάνει από σηψαιμία.
Όλα άρχισαν τον Φεβρουάριο του 2009, όταν η 32χρονη κοπέλα αντελήφθη ότι έμεινε έγκυος και θα έφερνε στο κόσμο ένα παιδί που τόσο το επιθυμούσαν η ίδια και ο σύζυγός της. Η εγκυμοσύνη της όμως λίγο καιρό αργότερα θα μετατρεπόταν σε εφιάλτη.
Η μήνυση
Σύμφωνα με την μήνυση, τον Μάιο του ίδιου έτους, αφού διενήργησε τις προβλεπόμενες εξετάσεις, ο θεράπων γυναικολόγος ιατρός της διαπίστωσε «τεράστια αυχενική διαφάνεια» στο έμβρυο και εξέφρασε την άποψη ότι έπρεπε να διακοπεί άμεσα η κύηση. Κι αυτό διότι πιθανότατα το παιδί που θα έφερνε η 32χρονη στον κόσμο θα έπασχε από το σύνδρομο Τέρνερ.
Την ίδια ημέρα επισκέφθηκε και τον εγκαλούμενο γυναικολόγο, γεμάτη ανησυχία, προκειμένου να λάβει μια δεύτερη άποψη. Ο εγκαλούμενος την παρέπεμψε τότε σε νοσοκομείο της Αττικής, όπου υπηρετούν εξειδικευμένοι στον προγεννητικό έλεγχο ιατροί.
Την επόμενη ημέρα μετέβη σε νοσοκομείο της Αττικής, όπου και διαπιστώθηκε μετά βεβαιότητας ότι το έμβρυο έπασχε από κάποιο σύνδρομο. Ο εκεί ιατρός τη συμβούλεψε να επιστρέψει στην κατοικία της για να συνεχισθεί η κύηση και να επανέλθει για νέο έλεγχο τον Ιούλιο.
Τον Ιούνιο, αγωνιώντας για την τύχη του εμβρύου και την πορεία της εγκυμοσύνης, επισκέφθηκε και πάλι τον εγκαλούμενο, ο οποίος της είπε ότι διαπίστωσε αύξηση της αυχενικής διαφάνειας του εμβρύου και της συνέστησε να μεταβεί ξανά στο νοσοκομείο της Αττικής για περαιτέρω εξετάσεις.
Από τις νέες εξετάσεις δυστυχώς προέκυψε ότι το έμβρυο είχε πρόβλημα στους λεμφαδένες και τεράστια οιδήματα στον λαιμό. Παράλληλα, διαπιστώθηκε η ύπαρξη υγρού στους πνεύμονες και στην περιοχή της κοιλιάς του.
Οι ιατροί του νοσοκομείου της Αττικής ομόφωνα της υπέδειξαν ότι θα έπρεπε το συντομότερο να προβεί σε διακοπή της κύησης. Ειδικά ο ιατρός που επιμελήθηκε τις εξετάσεις της στο νοσοκομείο της Αττικής εξέφρασε την άποψη ότι η διακοπή της κύησης θα έπρεπε να γίνει με φαρμακευτική αγωγή και όχι με χειρουργική επέμβαση, διότι η έκτρωση μετά τον 4ο μήνα της κύησης είναι επικίνδυνη.
Ωστόσο, ο εγκαλούμενος ιατρός επέμεινε ότι η διακοπή της κύησης θα έπρεπε να γίνει οπωσδήποτε με χειρουργική επέμβαση.
Τον ίδιο μήνα έγινε η προγραμματισμένη από τον εγκαλούμενο εισαγωγή της στο νοσοκομείο, όπου και της ανακοίνωσε ότι, επειδή η όλη διαδικασία της αναμονής είναι ψυχοφθόρα, ο ίδιος είχε αποφασίσει η ασθενής του να εισαχθεί στο χειρουργείο με ολική αναισθησία, ώστε να μην υποστεί ψυχική και σωματική ταλαιπωρία.
Η παθούσα τού αντέτεινε, όπως τονίζει, και πάλι ότι η άποψη του εξειδικευμένου συναδέλφου του ήταν ότι, επειδή είχε συμπληρωθεί ο 4ος μήνας της κύησης, η διακοπή της έπρεπε να προκληθεί με φαρμακευτική αγωγή και όχι με χειρουργική επέμβαση. Ωστόσο, εκείνος, υπεραμυνόμενος της επιστημονικής του «αξιοπιστίας», τη διαβεβαίωσε επανειλημμένα ότι στην περίπτωσή της, λόγω του μεγάλου μεγέθους του εμβρύου, ήταν αναγκαία η έκτρωση, η οποία τελικά πραγματοποιήθηκε την τελευταία ημέρα του Ιουνίου του 2009.
Αφού πραγματοποιήθηκε η επέμβαση με καισαρική τομή, ο εγκαλούμενος βγήκε από το χειρουργείο και διαβεβαίωσε τον σύζυγο της 32χρονης ότι «όλα πήγαν καλά», αλλά τον δυσκόλεψε λίγο το κεφάλι του εμβρύου, το οποίο είχε σφηνωθεί σε δύσκολο σημείο, και ότι επειδή η μήτρα αιμορράγησε αναγκάστηκε να προβεί στη συρραφή της.
Σύντομα η γυναίκα παρουσίασε πυρετό και αφόρητους πόνους στη δεξιά κυρίως πλευρά της κοιλιακής χώρας. Στις 4 Ιουλίου και ενώ η πόνοι και ο υψηλός πυρετός της συνεχίζονταν, ζήτησε έλεγχο του αιματοκρίτη της, διότι συνεχώς ένιωθε να την εγκαταλείπουν οι δυνάμεις της.
Αφού έγινε λήψη αίματος, αντιλήφθηκε μια έντονη και ασυνήθιστη κινητοποίηση στους διαδρόμους του νοσοκομείου, έξω από το δωμάτιό της, με προεξάρχοντα τον εγκαλούμενο. Αυτός της ανακοίνωσε ότι θα έπρεπε να υποβληθεί άμεσα σε νέο υπερηχογράφημα και νέα χειρουργική επέμβαση, διότι παρουσίαζε εσωτερική αιμορραγία, πιθανόν από παλαιό αιμάτωμα.
Έτσι, με εντολή και πρωτοβουλία του εγκαλούμενου, η γυναίκα μπήκε για δεύτερη φορά στο χειρουργείο, όπου υποβλήθηκε σε νέα επέμβαση για την αντιμετώπιση της «αιμορραγίας», μετά το πέρας της οποίας ο εγκαλούμενος, εξερχόμενος του χειρουργείου, ενημέρωσε ικανοποιημένος τον σύζυγό της ότι η εσωτερική αιμορραγία αντιμετωπίστηκε με επιτυχία και ότι οφειλόταν «ευτυχώς σε παλαιό επιφανειακό αιμάτωμα» και όχι σε μετεγχειρητική επιπλοκή.
Την επόμενη μέρα, 5 Ιουλίου, παρουσιάστηκε υγρό στους πνεύμονές της, γι’ αυτό και αναισθησιολόγος τής συνέστησε να εκτελεί κάποιες ασκήσεις και να λάβει οξυγόνο για ανακούφιση.
Παρά τις διαβεβαιώσεις του εγκαλούμενου ότι αποκαταστάθηκε η εσωτερική αιμορραγία, η γυναίκα εξακολουθούσε να αισθάνεται αφόρητους πόνους στην κοιλιά, οι οποίοι γίνονταν εντονότεροι κάθε φορά που προσπαθούσε να αλλάξει θέση στο κρεβάτι.
Ο σύζυγός της, αποφασισμένος και οργισμένος από τις ανακόλουθες «διαβεβαιώσεις» και παλινδρομήσεις του εγκαλούμενου, ζήτησε να την ετοιμάσουν για να μεταφερθεί αεροπορικώς σε νοσοκομείο των Αθηνών. Όταν τελικά την ετοίμασαν, ο εγκαλούμενος, όπως αναφέρεται στη μήνυση, ανήσυχος ανακοίνωσε στον σύζυγό της ότι οι τελευταίες ακτινογραφίες έδειξαν πως υπάρχει ένα υγρό μόρφωμα στο παχύ έντερο που πρέπει να αφαιρεθεί και ότι ήδη είχε ειδοποιήσει το νοσοκομείο της Αττικής.
Ο σύζυγός της 32χρονης, όμως, έλαβε την απόφαση εκείνη να μεταφερθεί σε άλλο νοσοκομείο στην Αττική και όχι σε εκείνο που υπέδειξε ο εγκαλούμενος.
Στις 6 Ιουλίου το βράδυ έγινε κατεπείγουσα εισαγωγή της γυναίκας σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο της Αττικής, όπου υποβλήθηκε αμέσως σε πλήθος εργαστηριακών εξετάσεων, ενώ της χορήγησαν δύο φιάλες αίμα. Παράλληλα, της ανακοινώθηκε ότι εντοπίσθηκε στην κοιλιακή της χώρα «ωοειδές μόρφωμα», το οποίο θα αφαιρούσαν αμέσως, καθώς και ότι υπήρχε περίπτωση να της αφαιρέσουν ακόμη και τη μήτρα!