Θάνος Ξυδόπουλος
Μερικά από τα γονίδια που προβλέπουν τον κίνδυνο υψηλής χοληστερόλης δεν ισχύουν για τους ανθρώπους στην Ουγκάντα, όπως συμβαίνει στους ευρωπαϊκούς πληθυσμούς, σύμφωνα με μελέτη που διεξήχθη από την ερευνητές του University College London (UCL).
Οι γενετικές μελέτες συσχέτισης με το γονιδίωμα,έχουν μεταμορφώσει την κατανόησή μας για το πώς το DNA επηρεάζει τα χαρακτηριστικά, τις συμπεριφορές και τους κινδύνους μιας νόσου. Υπάρχει η πεποίθηση ότι τα διάφορα ευρήματα μπορεί να μην ισχύουν ομοιόμορφα σε άτομα με διαφορετικό DNA,
Η Δρ. Karoline Kuchenbaecker από το UCL και οι συνεργάτες της διερεύνησαν τις γνωστές γενετικές παραλλαγές που επηρεάζουν τα επίπεδα λιπιδίων στο αίμα, έναν σημαντικό παράγοντα καρδιαγγειακού κινδύνου, για να ελέγξουν εάν έχουν εφαρμογή σε διαφορετικούς πληθυσμούς όπως στο Ηνωμένο Βασίλειο, την Ελλάδα, την Κίνα, την Ιαπωνία και την Ουγκάντα.
Διαπιστώθηκε ότι τα αποτελέσματα ήταν συνεπή μεταξύ των ευρωπαϊκών και ασιατικών ομάδων με το 75% των γενετικών δεικτών να εφαρμόζονται ομοίως. Αλλά μόνο το 10% των γενετικών δεικτών για τα τριγλυκερίδια, ένας παράγοντας καρδιαγγειακού κινδύνου, είχε εφαρμογή μεταξύ των ανθρώπων από την Ουγκάντα.
Οι ερευνητές επισημαίνουν ότι ακόμα και αν η γενετική είναι σχεδόν καθολική, κάποια γονίδια μπορεί να έχουν διαφορετικά, ανεξήγητα αποτελέσματα σε άλλα περιβάλλοντα. Τα γονίδια που προβλέπουν την υψηλή χοληστερόλη μπορεί να μην είναι επικίνδυνα για άτομα με δίαιτες και τρόπους ζωής που ισχύουν στην αγροτική Ουγκάντα.
«Τα ευρήματά μας θα πρέπει να αποτελέσουν μια σημαντική προειδοποίηση για την προσοχή στον τομέα της έρευνας της γενετικής – δεν μπορείτε να εφαρμόσετε τυφλά τα ευρήματα από ομάδες ευρωπαϊκής καταγωγής σε όλους τους άλλους πληθυσμούς», δήλωσε η Kuchenbaecker.
Και πρόσθεσε: «Πρέπει να διασφαλίσουμε ότι οι διάφορες ομάδες θα εκπροσωπούνται στην έρευνα πριν προχωρήσουν στην ανάπτυξη νέων εξετάσεων ή θεραπευτικών αγωγών – διαφορετικά, η συνέπεια θα είναι ένα πολύ άδικο NHS όπου κάποια νέα φάρμακα και γενετικές εξετάσεις είναι κατάλληλα μόνο για άτομα ευρωπαϊκής καταγωγής».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό Nature Communications.