Έλληνες, Βρετανοί κι άλλοι ερευνητές -με επικεφαλής μια Ελληνίδα επιστήμονα της διασποράς- ανακάλυψαν 52 νέα γονίδια και βιολογικούς μηχανισμούς που σχετίζονται με την οστεοαρθρίτιδα. Η εν λόγω ανακάλυψη παρέχει νέες δυνατότητες για την ανάπτυξη καινούργιων φαρμάκων στο μέλλον.

Η μελέτη, η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα πάνω στο γενετικό υπόβαθρο της οστεοαρθρίτιδας, με επικεφαλής την καθηγήτρια Ελευθερία Ζεγγίνη του Κέντρου Helmholtz του Μονάχου (μέχρι πρόσφατα στο βρετανικό Ινστιτούτο Wellcome Sanger του Κέιμπριτζ), που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό γενετικής «Nature Genetics», ανέλυσε το πλήρες γονιδίωμα 77.052 ανθρώπων με την εν λόγω πάθηση και 378.169 υγιών ανθρώπων.

Η οστεοαρθρίτιδα είναι η πιο συχνή μυοσκελετική εκφυλιστική πάθηση των αρθρώσεων, κυρίως στο γόνατο και στο ισχίο, από την οποία πάσχουν πολλά εκατομμύρια άνθρωποι σε όλο τον κόσμο (περίπου το 40% άνω των 70 ετών), οι οποίοι νιώθουν χρόνιους πόνους και δυσκολεύονται να κινηθούν ελεύθερα.

Μέχρι σήμερα δεν υπάρχει καμία αποτελεσματική θεραπεία, παρά μόνο φάρμακα που ανακουφίζουν από τον πόνο, ενώ μια ύστατη λύση είναι η χειρουργική επέμβαση για αντικατάσταση της άρθρωσης (όχι όμως πάντα με το επιθυμητό αποτέλεσμα).

«Η οστεοαρθρίτιδα είναι μια πολύ κοινή ασθένεια, που φέρνει κινητικές δυσκολίες, για την οποία δεν υπάρχει θεραπεία. Πραγματοποιήσαμε τη μεγαλύτερη μελέτη της οστεοαρθρίτιδας μέχρι σήμερα και βρήκαμε περισσότερες από 50 νέες γενετικές αλλαγές που αυξάνουν τον κίνδυνο για την εμφάνισή της. Πρόκειται για ένα σημαντικό βήμα προόδου με στόχο την ανάπτυξη θεραπειών, οι οποίες θα βοηθήσουν εκατομμύρια ανθρώπους που υποφέρουν» δήλωσε η δρ Ζεγγίνη.

Από τα 52 γονίδια, τα 10 ξεχωρίζουν επειδή θα μπορούσαν να γίνουν στόχος ήδη υπαρχόντων φαρμάκων, τα οποία βρίσκονται είτε στο στάδιο της κλινικής ανάπτυξης (όπως το αντικαρκινικό φάρμακο LCL-161) είτε έχουν εγκριθεί για χρήση κατά της οστεοαρθρίτιδας κι άλλων παθήσεων (όπως το φάρμακο Invossa).

Από ελληνικής πλευράς, πλην της κας Ζεγγίνη, πρώτοι συγγραφείς της μελέτης ήταν η Ιωάννα Ταχματζίδου (Target Sciences-R&D, GSK Medicines Research Centre) και ο Κωνσταντίνος Χατζηκοτούλας (Wellcome Sanger Institute του Κέιμπριτζ και Ινστιτούτο Μεταφραστικής Γονιδιωματικής του Helmholtz Zentrum του Μονάχου).

Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ