Ζήσης Ψάλλας
Υπάρχουν μερικά πράγματα που πρέπει να σκεφτείτε αν θέλετε να κάνετε ένα τατουάζ, όπως η εύρεση ενός αξιόπιστου καλλιτέχνη, και το ότι μπορεί να καταλήξετε με νανοσωματίδια μελανιού στους λεμφαδένες σας κάποια στιγμή αργότερα.
Αλλά τι γίνεται με τις μαγνητικές;
Τα τατουάζ γίνονται χρησιμοποιώντας μια λεπτή βελόνα που εναποθέτει μελάνι κάτω από την επιδερμίδα και το δέρμα. Το μελάνι είναι αρκετά μεγάλο για να διασπαστεί από το ανοσοποιητικό σύστημα, έτσι τα περισσότερα από τα χρωματισμένα αυτά σωματίδια θα παραμείνουν μόνιμα.
Τα μελάνια των τατουάζ μπορούν να περιέχουν διοξείδιο του τιτανίου, μόλυβδο, κοβάλτιο, χρώμιο, μαγγάνιο, ψευδάργυρο, χαλκό, νικέλιο και αιθάλη. Μπορούν επίσης να περιέχουν σιδηρούχες χρωστικές ουσίες όπως οξείδια του σιδήρου – και αυτό είναι το σημείο που ενδιαφέρει στην περίπτωση της μαγνητικής τομογραφίας. Αυτό συμβαίνει επειδή τα σιδηρούχα υλικά είναι μαγνητικά.
Σύμφωνα με μια έκθεση του 2011 στο περιοδικό «Sports Health», ένας ασθενής είχε ακόμη και «έγκαυμα» από το τατουάζ του όταν υποβλήθηκε σε μαγνητική τομογραφία. «Αυτές οι ενώσεις μπορούν θεωρητικά να δημιουργήσουν ένα ηλεκτρικό ρεύμα που αυξάνει την τοπική θερμοκρασία του δέρματος, αρκετά για να προκαλέσει δερματικό έγκαυμα» αναφέρθηκε στο άρθρο.
Όμως, δεδομένου ότι εκατομμύρια τατουάζ σε όλο τον κόσμο έχουν μαγνητικές κάθε χρόνο χωρίς να συμβαίνει τίποτα, Γερμανοί και Βρετανοί ερευνητές προσπάθησαν να καθορίσουν πόσο υψηλός είναι ο κίνδυνος.
Μικρός ο κίνδυνος
Έκαναν έλεγχο σε 330 εθελοντές με τουλάχιστον ένα τατουάζ που υποβλήθηκαν σε μαγνητική. Συνολικά, η μελέτη περιελάμβανε 932 τατουάζ, όχι μεγαλύτερα από 20 εκατοστά σε μέγεθος.
«Βρήκαμε ότι η πλειονότητα των συμμετεχόντων δεν διαπίστωσε παρενέργειες με το τατουάζ» δήλωσε ο φυσικός Nikolaus Weiskopf του Ινστιτούτου Max Planck. «Υπήρξε, όμως, μια συγκεκριμένη περίπτωση όπου ο γιατρός της μελέτης διαπίστωσε ότι μια παρενέργεια – μια αίσθηση μυρμηγκιού στο δέρμα – σχετιζόταν με τη σάρωση. Αυτό το δυσάρεστο συναίσθημα εξαφανίστηκε μέσα σε 24 ώρες χωρίς να έχει ζητηθεί από τον ενδιαφερόμενο να υποβληθεί σε ιατρική περίθαλψη».
Εκτιμήθηκε ότι η πιθανότητα αυτής της ανεπιθύμητης αντίδρασης ήταν 0,17-0,3%, δηλαδή 1,7-3 στα 1.000 άτομα. Αυτό δεν αποτελεί τεράστιο κίνδυνο. Οι αντιδράσεις είναι ήπιες, οπότε ο κίνδυνος μιας ακραίας αντίδρασης είναι χαμηλότερος.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο «New England Journal of Medicine».