Οι κοντοί ασθενείς που έχουν εισαχθεί σε μονάδα εντατικής θεραπείας νοσοκομείου είναι πιθανότερο να αργήσουν να πάρουν εξιτήριο, να έχουν χειρότερη εξέλιξη ή να πεθάνουν, σε σχέση με τους ψηλούς ασθενείς, σύμφωνα με μια βρετανο-καναδική επιστημονική μελέτη.
Οι ερευνητές, με επικεφαλής την εντατικολόγο δρα Χάνα Βουνς του Νοσοκομείου Σάνιμπρουκ του Τορόντο, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο ιατρικό περιοδικό για θέματα εντατικολογίας «Intensive Care Medicine», ανέλυσαν στοιχεία από 210 μονάδες εντατικής θεραπείας (ΜΕΘ) στη Βρετανία, που αφορούσαν συνολικά περίπου 233.300 άνδρες ασθενείς και 184.100 γυναίκες για μια περίοδο έξι ετών.
Διαπιστώθηκε ότι οι πιο κοντοί ασθενείς στις ΜΕΘ με ύψος έως 1,40 μ. ήταν κατά μέσο όρο 29% (οι άνδρες) και 24% (οι γυναίκες) πιθανότερο να πεθάνουν στο νοσοκομείο, από ό,τι οι πιο ψηλοί με ύψος άνω του 1,98 μ. Επίσης, οι ψηλοί ήταν πιθανότερο φεύγουν νωρίτερα από τη ΜΕΘ σε σχέση με τους κοντούς ασθενείς.
Η θνησιμότητα στις ΜΕΘ κυμαινόταν ανάλογα με την αύξηση του ύψους από 24,1% έως 17,1% για τις γυναίκες και από 29,2% έως 21% για τους άνδρες. Οι ερευνητές διευκρίνισαν πως η μελέτη τους δεν αποδεικνύει ότι το ύψος ευθύνεται αποκλειστικά για τη διαφορά στους θανάτους, αλλά μόνο ότι αυτά τα δύο φαίνονται να σχετίζονται.
«Είναι σίγουρο ότι ακόμη και όταν απομονώσουμε άλλους παράγοντες που σχετίζονται με τον θάνατο κάποιου στο νοσοκομείο, διαπιστώνεται να υπάρχει μια αρκετά σημαντική σχέση ανάμεσα στο ύψος ενός ατόμου και στη θνησιμότητα. Δεν μπορούμε να είμαστε βέβαιοι γιατί αυτό συμβαίνει. Μια υπόθεση είναι πως όλα τα πράγματα που κάνουμε στους ανθρώπους σε μια ΜΕΘ μπορεί με κάποιο τρόπο να είναι επιβλαβή για τους πιο μικρόσωμους» δήλωσε η Βουνς.
Πρόσθεσε ότι τόσο το ύψος όσο και το βάρος του ασθενούς θα πρέπει να λαμβάνονται υπ’ όψιν στη ΜΕΘ, με δεδομένο ότι πολλές διαγνωστικές και θεραπευτικές παρεμβάσεις για τους ασθενείς στην εντατική έχουν σχεδιαστεί για έναν μέσο ασθενή με ύψος 1,74 μ. και βάρος 70 κιλά.