του Εμμανουήλ Μ. Δημητρούλη, διαιτολόγος διατροφολόγος
Πρόσφατες επιστημονικές μελέτες έδειξαν ότι θα πρέπει να κατηγορούμε τον εγκέφαλο μας, για το γεγονός ότι δε μπορούμε να επανέλθουμε σε ποιοτική διατροφή μετά από μια ημέρα ατασθαλιών με αυξημένη πρόσληψη διαιτητικού λίπους.
Έχει αποδειχθεί ότι τα λιπαρά από κάποιες τροφές που καταναλώνουμε φτάνουν στον εγκέφαλο, όπου τα λιπαρά οξέα κινητοποιούν τα εγκεφαλικά κύτταρα, τα οποία αποστέλλουν σήματα στα σωματικά κύτταρα μέσω του νευρικού συστήματος. Τα σήματα αυτά έχουν σαν αποτέλεσμα τα σωματικά κύτταρα να αγνοούν τη δράση της ινσουλίνης και της λεπτίνης, ορμόνες που εμπλέκονται στη ρύθμιση της όρεξης και συνεπακόλουθα στη ρύθμιση του βάρους. Επιπλέον, το παλμιτικό οξύ φάνηκε να έχει την πιο ισχυρή δράση στον παραπάνω μηχανισμό.
Φυσιολογικά, τα ανθρώπινα κύτταρα υπακούουν στα ορμονικά σήματα της λεπτίνης και της ινσουλίνης και κατά αυτόν τον τρόπο ρυθμίζεται η πρόσληψη τροφής και ο καθένας σταματά όταν νιώσει το αίσθημα του κορεσμού. Ωστόσο, αποδείχθηκε από τις μελέτες ότι η οι βιοχημική ισορροπία του εγκεφάλου μπορεί να αλλάξει ραγδαία, όταν υπάρξει το κατάλληλο ερέθισμα. Όταν λοιπόν καταναλώνονται ένα ή παραπάνω γεύματα υψηλότερα σε λίπος σε σχέση με τα δεδομένα του κάθε ατόμου, η περίσσεια λιπαρών οξέων προκαλεί αντίσταση των σωματικών κυττάρων στη δράση της ινσουλίνης και της λεπτίνης.
Εδώ και αρκετά χρόνια σε μελέτες σε ζώα είχε αποδειχθεί ότι η αυξημένη πρόσληψη λίπους προκαλεί ινσουλινοαντίσταση, διάρκειας έως και 3 ημερών, με τις έρευνες τα τελευταία χρόνια να εστιάζονται στο να διευκρινιστεί ο ακριβής μηχανισμός δράσης των λιπαρών οξέων και στο κατά πόσο το είδος των λιπαρών οξέων παίζει ρόλο στην ισχύ και τη διάρκεια του φαινομένου. Οι μελέτες στους ανθρώπους είναι αρκετά δύσκολες στη διεξαγωγή λόγω της διεισδυτικότητας των μεθόδων πρόσληψης των λιπαρών οξέων και των μετρήσεων των επιδράσεων. Εξάλλου, σε μελέτες σε ζώα έχει δοκιμαστεί απευθείας εγκεφαλική χορήγηση λιπαρών οξέων, ενδοφλέβια χορήγηση καθώς και χορήγηση λιπαρών οξέων μέσω σωλήνα απευθείας στο στομάχι. Από τα διαφορετικά είδη λιπαρών οξέων που χορηγήθηκαν, το παλμιτικό οξύ φαίνεται να επέφερε μεγάλη μείωση στην αποτελεσματικότητα της λεπτίνης και της ινσουλίνης στα κύτταρα των ζώων. Το παλμιτικό οξύ είναι ένα κορεσμένο λιπαρό οξύ που βρίσκεται σε μεγάλες ποσότητες σε τρόφιμα όπως το βούτυρο, το πλήρες γάλα, τα τυριά και το κόκκινο κρέας. Αντιθέτως μονοακόρεστα και πολυακόρεστα λιπαρά οξέα είχαν χαμηλότερη επίδραση στην αποτελεσματικότητα της δράσης της λεπτίνης και της ινσουλίνης στα σωματικά κύτταρα.
Παρότι οι παραπάνω μελέτες πραγματοποιήθηκαν σε πειραματόζωα, η επιστημονική κοινότητα υποστηρίζει ότι οι διαιτητικές συστάσεις για περιορισμό της πρόσληψης κορεσμένου λίπους έχουν πλέον ακόμα πιο ισχυρή βάση, καθώς η υπερπρόσληψη κορεσμένου λίπους κάνει τον άνθρωπο να αναζητά περισσότερο φαγητό. Η έκθεση λοιπόν σε τρόφιμα πλούσια σε κορεσμένα λιπαρά οξέα, ευνοεί την παχυσαρκία όχι μόνο λόγω της μεγάλης πρόσληψης θερμίδων αλλά και λόγω της διαταραχής της ομοιόστασης στη ρύθμιση της όρεξης μέσω της λεπτίνης και της ινσουλίνης, καθιστώντας τον οργανισμό ανίκανο να ανταποκριθεί στα φυσιολογικά σήματα κορεσμού.