Ζήσης Ψάλλας
Πρόκειται για ένα παράδοξο της ελληνικής πολιτικής φαρμάκου που συνεχίζεται μέχρι σήμερα. Με βάση τα στοιχεία της αγοράς φαρμάκου που έχουν ενσωματώσει τις μειώσεις των τιμών που έγιναν στα γενόσημα τα τελευταία χρόνια, το αποτέλεσμα ήταν να αυξηθεί το μερίδιο αγοράς των ακριβότερων φαρμάκων και τελικά να επιβαρυνθεί η τσέπη των ασθενών. Το γεγονός αυτό δικαιώνει εκείνους που υποστήριξαν ότι οι μειώσεις των τιμών των γενοσήμων θα λειτουργήσουν αντίστροφα από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Mόνο λόγω των ακριβών εισαγόμενων φαρμάκων, η τσέπη των ασθενών επιβαρύνεται κατά περίπου 100 εκατ. ευρώ το χρόνοΣτα χρόνια του μνημονίου, όταν οι ελληνικές κυβερνήσεις υποχρεώθηκαν από την τρόικα να περικόψουν τη φαρμακευτική δαπάνη, συνέβη το απρόσμενο: να μειωθούν πολύ περισσότερο οι τιμές των ελληνικών οικονομικών φαρμάκων και να ευνοηθεί η διείσδυση των ακριβών εισαγόμενων.
Την περίοδο 2009-2018, κάθε εξάμηνο οι τιμές των φαρμάκων μειώνονταν αλλά αυτό συνέβη κυρίως για τα ελληνικής παραγωγής φάρμακα και λιγότερο για τα εισαγόμενα που είναι πιο ακριβά. Οι τιμές των on patent φαρμάκων μειώθηκαν 23,8% των off patent 32,4% ενώ των γενοσήμων μειώθηκαν κατά 74,5%.
Δεν είναι σαφές γιατί φάρμακα των 2 και 3 ευρώ έπρεπε να υποστούν μια τόσο μεγάλη μείωση σε σχέση με τα κατά πολύ ακριβότερα εισαγόμενα φάρμακα – η μέση τιμή ενός γενόσημου είναι 14 ευρώ και ενός εισαγόμενου για το οποίο υπάρχει πατέντα είναι 670 ευρώ. Το αποτέλεσμα ήταν ότι αρκετές πολυεθνικές σταμάτησαν να παράγουν γενόσημα στην Ελλάδα και το μερίδιο των εισαγόμενων αυξήθηκε. Αυτός είναι ένας από τους λόγους που αυξήθηκε η συνολική φαρμακευτική δαπάνη. Άλλος λόγος είναι ότι πάντα υπάρχουν νέες θεραπείες οι οποίες είναι πιο ακριβές. Υπολογίζεται ότι από το 2014 μέχρι σήμερα, μόνο λόγω των ακριβών εισαγόμενων φαρμάκων, η τσέπη των ασθενών επιβαρύνθηκε κατά περίπου 500 εκατ. ευρώ και αυτό σημαίνει ότι κάθε χρόνο, το βάρος είναι περίπου 100 εκατ. ευρώ.
Clawback και στα γενόσημα
Η τάση υποκατάστασης των γενοσήμων με ακριβά φάρμακα εξακολουθεί μέχρι σήμερα διότι οι οριζόντιες επιστροφές (clawback και rebate) που επιβλήθηκαν ως έκτακτο μέτρο την εποχή του μνημονίου και φαίνεται να είναι μόνιμες πλέον έχουν ως συνέπεια να πωλούνται κάτω του κόστους περί τα 600 φάρμακα ελληνικής παραγωγής. Να σημειωθεί ότι σε καμία άλλη ευρωπαϊκή χώρα δεν υπάρχει clawback στα γενόσημα.
“Κυνηγώντας” οι ελληνικές κυβερνήσεις μαζί με την τρόικα τα γενόσημα -αν και θεωρητικά έθεταν ως στόχο την αύξηση της διείσδυσής τους- κατάφεραν να αυξήσουν τη φαρμακευτική δαπάνη. Ορισμένοι που δεν πιστεύουν ότι γίνονται τέτοια λάθη θεωρούν ότι ο πραγματικός στόχος της τρόικα ήταν να διευκολύνει τη διείσδυση των φαρμάκων των πολυεθνικών εταιρειών. Η μείωση των τιμών των γενοσήμων υποτίθεται πως θα επέφερε μια μεγαλύτερη διείσδυσή τους στην αγορά και άρα ελάφρυνση της τσέπης των ασθενών, όμως το φάρμακο δεν είναι ελεύθερη αγορά για να συμβεί κάτι τέτοιο αλλά ρυθμίζεται μέσω της συνταγογράφησης. Ακόμα χειρότερα, λειτουργεί στην αγορά αυτό που οι οικονομολόγοι ονομάζουν “πληροφορία της τιμής”: κανείς δεν μπορεί να πιστέψει ότι ένα φάρμακο που κάνει 1 ευρώ μπορεί να είναι εξίσου καλό με ένα φάρμακο που κάνει 15 ευρώ.
Τώρα που υποτίθεται ότι η τρόικα έφυγε, η ελληνική κυβέρνηση θέλει να κάνει κάτι που θα δείχνει ότι τα μνημόνια πράγματι τελείωσαν. Τα γενόσημα τιμολογούνται στο 65% της τιμής του off patent και η νέα πρόταση του υπουργείου Υγείας είναι η τιμολόγηση των on patent και των off patent να γίνεται με βάση τον μέσο όρο των δύο χαμηλότερων τιμών της Ευρωζώνης (αντί των τριών χαμηλότερων της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Με την αλλαγή αυτή μπορεί να προκύψουν κάποιες μειώσεις τιμών (επειδή λαμβάνονται υπόψη δύο χαμηλότερες χώρες αντί για τρεις) αλλά μπορεί να προκύψουν και αυξήσεις επειδή η Ευρωζώνη έχει λιγότερες χώρες από την Ευρωπαϊκή Ένωση. Ετησίως, αυτές οι μεταβολές στις τιμές δεν θα υπερβαίνουν το 10%. Δηλαδή αν η τιμή ενός φαρμάκου στην Ελλάδα είναι κάτω από τον μέσο όρο των δύο χαμηλότερων τιμών της Ευρωζώνης τότε θα αυξάνεται κατά 10% κάθε έτος μέχρι να φτάσει στο μέσο όρο. Και αν η τιμή είναι υψηλότερη θα μειώνεται κάθε χρόνο κατά 10% μέχρι πάλι να φτάσει πάλι στο μέσο όρο. Η πρόταση αυτή δεν ενθουσίασε βέβαια τους εκπροσώπους της ελληνικής φαρμακοβιομηχανίας που περίμεναν κάτι περισσότερο από τη σημερινή ελληνική κυβέρνηση η οποία επανειλημμένως έχει αναγνωρίσει την παραδοξότητα της φαρμακευτικής πολιτικής που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα.