Σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, η πορεία της παχυσαρκίας λαμβάνει ανησυχητική τροπή με την Ελλάδα να κατέχει μία από τις υψηλές θέσεις στην παγκόσμια κατάταξη σε ποσοστά παχυσαρκίας των πολιτών της. Η θέση της ανεβαίνει ακόμα υψηλότερα όσον αφορά το ποσοστό παχυσαρκίας στα παιδιά. Το 2019, παχύσαρκος ήταν 1 στους 6 πολίτες (17%) και σχεδόν 1 στους 2 (50%) είχε βάρος πάνω από το φυσιολογικό. Αντίστοιχη υψηλή συχνότητα παχυσαρκίας διαπιστώνεται και στα παιδιά ηλικίας 7 έως 9 ετών. Μόνο το 30,3% του γενικού πληθυσμού έχει κανονικό βάρος.

Η παχυσαρκία είναι μια παγκόσμια επιδημία. Αναγνωρισμένη ως νόσος από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας και την Ευρωπαϊκή Ένωση, αποτελεί μια πολυπαραγοντική κατάσταση, στενά συνδεδεμένη με τις ατομικές συμπεριφορές, τις οικογενειακές συνθήκες και συνήθειες, και τα κοινωνικά πρότυπα. Αυτές οι πολλαπλές «ρίζες» του φαινομένου, δείχνουν και τη δυσκολία της αντιμετώπισής του.

Με βάση δεδομένα του ΟΟΣΑ, σήμερα το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού στον δυτικό και αναπτυσσόμενο κόσμο είναι υπέρβαροι και το 25% παχύσαρκοι (OECD analyses on the WHO Global Health Observatory, 2018). Οι εκτιμήσεις για το μέλλον είναι ότι το ποσοστό της παχυσαρκίας στην επόμενη δεκαετία θα φθάσει στο 50% με τους μισούς από τους παχύσαρκους να έχουν νοσογόνο παχυσαρκία.

Η παχυσαρκία, ως νόσος αλλά και ως αιτιολογικός παράγοντας, επιβαρύνει σημαντικά το συνολικό φορτίο νοσηρότητας, καθώς συνδέεται με μια σειρά από νοσήματα όπως ο Σακχαρώδης Διαβήτης τύπου 2, η δυσλιπιδαιμία, τα καρδιαγγειακά νοσήματα, ο καρκίνος, η κατάθλιψη, τα προβλήματα του μυοσκελετικού κ.ά. Συνεπώς, δεν αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι η παχυσαρκία επιβαρύνει σημαντικά και τα οικονομικά του συστήματος υγείας, ως αποτέλεσμα των αυξημένων αναγκών σε φροντίδα των πασχόντων από τα σχετιζόμενα με την παχυσαρκία νοσήματα.

Με βάση εκτιμήσεις για την Ελλάδα, η συνολική οικονομική επιβάρυνση από την παχυσαρκία στη χώρα μας ανέρχεται σε ποσοστό περίπου 2,4% του ΑΕΠ ή, σε νομισματικά μεγέθη, σε 4,3 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Πάνω από το 50% αυτής της δαπάνης αφορά σε απώλειες παραγωγικότητας, δηλαδή επηρεάζει το σύνολο της οικονομίας, ως αποτέλεσμα της απουσίας από την εργασία λόγω προβλημάτων υγείας, που συνδέονται με την παχυσαρκία. Κάθε χρόνο, η νοσοκομειακή δαπάνη του δημόσιου συστήματος υγείας για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας (και των συνδεόμενων με αυτή νοσημάτων) υπερβαίνει τα 650 εκατομμύρια ευρώ, σε ένα σύστημα, το οποίο διαχρονικά αλλά και ιδιαιτέρως στις μέρες μας, λειτουργεί με μεγάλο φόρτο.

Ο σύγχρονος τρόπος ζωής, αλλά και οι αλλαγές στο φυσικό και τεχνητό περιβάλλον, θέτουν σύνθετα ζητούμενα από το σύστημα υγείας με κυριότερο ζητούμενο οι «υγιείς» να καταφέρουν να διατηρήσουν την υγεία τους και στο μέλλον, σε πείσμα των ανερχόμενων απειλών για την υγεία μας.

Τα αίτια της αυξημένης συχνότητας παχυσαρκίας σχετίζονται με αυξημένη κατανάλωση ενέργειας μέσω των τροφών και του καθιστικού τρόπου ζωής και εργασίας. Διαχρονικά το μέγεθος των σακχαρούχων ποτών, των ειδών ζαχαροπλαστικής και των σνακ αυξήθηκε σε μέγεθος από 20% έως 100%, από το 1960. Οι Ευρωπαίοι περνούν καθιστοί περισσότερες από 5 ώρες την μέρα. Στον χώρο εργασίας η ενέργεια που καταναλώνεται σήμερα είναι κατά 15% λιγότερη σε σύγκριση με το 1960. Το 60% των Ευρωπαίων προτιμά να χρησιμοποιεί στις καθημερινές μετακινήσεις τους το αυτοκίνητό τους και μόνο το 19% χρησιμοποιεί τακτικά τα μέσα μαζικής μεταφοράς. Ταυτόχρονα, οι πολίτες της Ε.Ε. προσλαμβάνουν 500 kcal την ημέρα περισσότερες συγκριτικά με πριν από 40 χρόνια.

Σύμφωνα με μελέτη του ΟΟΣΑ σε 46 χώρες (OECD analyses based on the SPHeP-NCDs model), η μείωση κατά 20% των εμπεριεχομένων θερμίδων στις ενεργειακά πυκνές τροφές, θα μπορούσε να οδηγήσει τον χρόνο σε πρόληψη 1.100.000 περιπτώσεων μη μεταδιδόμενων νόσων, σε 1.400.000 επιπρόσθετες ημέρες εργασίας, εξοικονόμηση 13.000.000.000 $ και αύξηση 0,5% στο Ακαθάριστο Εθνικό Προϊόν.

Για το κοινό, η παχυσαρκία είναι υποεκτιμημένη ως νόσος. Το 84% των ατόμων δεν γνωρίζει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για εμφάνιση πολλών καρκίνων, το 50% αγνοεί τη σχέση της παχυσαρκίας με τα καρδιοαγγειακά συμβάματα και το 25% δεν γνωρίζει ότι η παχυσαρκία αυξάνει τον κίνδυνο για διαβήτη τύπου 2, αρτηριακή υπέρταση και δυσλιπιδαιμία. Η πραγματικότητα είναι ότι η παχυσαρκία είναι αιτία σοβαρών, ακόμα και απειλητικών, για τη ζωή καταστάσεων. Όσο περισσότερο παχύσαρκος είναι κάποιος, τόσο μεγαλύτερος ο κίνδυνος να αποκτήσει μία σχετιζόμενη με την παχυσαρκία χρόνια πάθηση.

Οι κοινωνικοί παράγοντες που επιδρούν στην υγεία, δηλαδή οι συνθήκες κάτω από τις οποίες γεννιόμαστε, μεγαλώνουμε, εργαζόμαστε, ζούμε, γερνάμε και πεθαίνουμε, ασκούν τη μεγαλύτερη επίδραση στην υγεία του ατόμου, και χαρακτηρίζονται ως οι κοινωνικοί προσδιοριστές της υγείας (ΠΟΥ). Έχει τεκμηριωθεί ότι οι κοινωνικές και οικονομικές συνθήκες, το εισόδημα και η εκπαίδευση, καθώς επίσης και μια σειρά συμπεριφορικών παραγόντων, έχουν σημαντική συμβολή στο πρόβλημα της παχυσαρκίας. Υπάρχει ιδιαίτερα ισχυρή αντίστροφη σχέση του μορφωτικού επιπέδου με το σωματικό βάρος στο γυναικείο φύλο, αλλά και αντίστροφη σχέση του εισοδήματος με την παχυσαρκία και στα δύο φύλα. Βεβαίως, έχει ενδιαφέρον ότι η αντιμετώπιση των παραπάνω παραγόντων συμβάλλει θετικά στην άμβλυνση των κοινωνικών ανισοτήτων στην υγεία και την ιατρική περίθαλψη.

Τα δεδομένα δείχνουν ότι όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εισοδηματικής ανισότητας στις ευρωπαϊκές χώρες, τόσο αυξάνεται ο αριθμός των υπέρβαρων παιδιών, ενώ η παχυσαρκία στα παιδιά της Ευρώπης σχετίζεται στενά με την κοινωνικοοικονομική κατάσταση των γονέων τους.
Υψηλότερα ποσοστά παχυσαρκίας και στην πατρίδα μας ανευρίσκονται στα άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό ή/και εκπαιδευτικό επίπεδο και με ανεπαρκή σωματική δραστηριότητα. Η χώρα μας δυστυχώς κατέχει πολύ υψηλή θέση στην παιδική παχυσαρκία μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, και ο ρυθμός αύξησης της υπερβαρότητας και παχυσαρκίας στα παιδιά εξακολουθεί να είναι ανοδικός, μια τραγική υποθήκη για το μέλλον της υγείας της κοινωνίας μας.

Επίσης, στην Ελλάδα, όσον αφορά παράγοντες που επιδρούν στην εμφάνιση της παχυσαρκίας, σημειώνεται υψηλή πρόσληψη ζάχαρης και χαμηλή πρόσληψη φυτικών ινών, ενώ παρατηρούνται υψηλά ποσοστά κατάθλιψης και αγχωδών διαταραχών. Ανευρίσκονται επίσης υψηλά ποσοστά παθήσεων που σχετίζονται με την παχυσαρκία, όπως σακχαρώδης διαβήτης, καρκίνος της μήτρας, του μαστού κλπ.

Για τη χώρα μας προβλέπεται ότι το 2030 σχεδόν ένας στους 3 κατοίκους θα είναι παχύσαρκος, με ρυθμό ετήσιας αύξησης του ποσοστού από το 2010 έως το 2030 να είναι 1,5%, ενώ στα παιδιά ο αντίστοιχος ετήσιος ρυθμός αύξησης είναι 2,1%. Η άκρως δυσοίωνη πρόβλεψη είναι ότι το 2060 το 75% των κατοίκων της Ελλάδας θα είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι!

Η καταπολέμηση της παχυσαρκίας αποτελεί σημαντική συνιστώσα στην παγκόσμια προσπάθεια μείωσης της νοσηρότητας και θνησιμότητας από τα χρόνια μη μεταδιδόμενα νοσήματα και βελτίωσης της συνολικής υγείας του πληθυσμού. Η προοπτική είναι αμφίβολη δεδομένου ότι το φαινόμενο της παχυσαρκίας διευρύνεται ενώ δεν υπάρχουν ενδείξεις μείωσης σε διεθνή κλίμακα. Η κατάσταση αυτή περικλείει κινδύνους για τη δημόσια υγεία, αφενός στο επίπεδο υγείας του πληθυσμού και αφετέρου στην αύξηση της ζήτησης για το σύστημα ιατρικής περίθαλψης, το οποίο με δυσκολία μπορεί να ανταποκριθεί επαρκώς στις αναδυόμενες ανάγκες.

Κατά τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), η παχυσαρκία ενοχοποιείται για τη μείωση του προσδόκιμου ζωής και μείωση του ΑΕΠ. Μόνο στην Ευρώπη, οι πρόωροι θάνατοι που οφείλονται στην παχυσαρκία και τις συνέπειές της ξεπερνούν τους 337.000 ετησίως, ενώ το κόστος ξεπερνά το 70 δισεκατομμύρια ευρώ ετησίως. Είναι όμως προφανές ότι η οικονομική επιβάρυνση των ιατρικών υπηρεσιών για την αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι συνάρτηση του Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ).

Η αναγνώριση της παχυσαρκίας ως χρόνιου νοσήματος είναι επιβεβλημένη για την προτεραιοποίησή της στην πολιτική υγείας και την ενσωμάτωσή της στην ιατρική περίθαλψη. Τα προκύπτοντα οφέλη μπορεί να είναι σημαντικά και βεβαίως είναι ανάλογα της απώλειας του σωματικού βάρους. Σύμφωνα με τον ΟΟΣΑ, για κάθε ένα ευρώ που επενδύεται στην πρόληψη της παχυσαρκίας με μέτρα τεκμηριωμένης αποτελεσματικότητας, περίπου έξι ευρώ επιστρέφουν στην κοινωνία σε όρους οικονομικού οφέλους. Παραδοσιακές παρεμβάσεις, όπως η υγιεινή διατροφή και η φυσική άσκηση βοηθούν στην αντιμετώπιση του βάρους, αλλά ακόμη και η εισαγωγή εμποδίων εμπορικού χαρακτήρα με την ίδια σκόπευση, έχουν ελπιδοφόρα προοπτική.

Σε κάθε περίπτωση, η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας απαιτεί κυρίως παρεμβάσεις κοινοτικής προσέγγισης με τη συνεργασία των υπηρεσιών πρωτοβάθμιας φροντίδας και δημόσιας υγείας στην οικογένεια, στο σχολείο, στους χώρους εργασίας και στους «θύλακες» ευάλωτων ομάδων του πληθυσμού. Ο απώτερος σκοπός των παρεμβάσεων αυτών είναι να βελτιωθεί η υγειονομική και διατροφική εγγραμματοσύνη των πολιτών και η προσαρμογή της συμπεριφοράς των νοικοκυριών σε καλές πρακτικές που συνδυάζουν την υγεία, την ευεξία και την απόλαυση της καθημερινής ζωής.

Στη χώρα μας είναι υπό ανάπτυξη ένα σχέδιο δράσης για την αντιμετώπιση της παιδικής παχυσαρκίας και της παχυσαρκίας των ενηλίκων με παρεμβάσεις που στοχεύουν σε ευρύτερες αλλαγές σε θεσμικό επίπεδο, σε επίπεδο δημόσιας πολιτικής, οι οποίες θα δημιουργήσουν ένα ευνοϊκό περιβάλλον που θα διευκολύνει την αντιμετώπιση του προβλήματος. Όπως όλοι γνωρίζουν, οι πολιτικές δημόσιας υγείας αποτελούν μία επένδυση πολυετή, που ξεπερνά τους εκάστοτε κυβερνητικούς ορίζοντες, αλλά αποτελούν απόλυτη προτεραιότητα και απαιτούν σύμπνοια και προσήλωση όλων στην επίτευξη των στόχων τους.

Σύμφωνα με το μοντέλο αυτό, η βελτίωση και αλλαγή του τρόπου ζωής και των κοινωνικών, οικονομικών και περιβαλλοντικών συνθηκών που επηρεάζουν την υγεία οδηγεί σε βελτίωση της διατροφής, αύξηση της φυσικής δραστηριότητας και διατήρηση ενός υγιούς βάρους, με απώτερο στόχο τη συνεπακόλουθη βελτίωση των δεικτών νοσηρότητας και την πρόληψη χρονίων νοσημάτων που σχετίζονται με το σωματικό βάρος.

Τέλος, η πανδημία Covid-19 πυροδότησε μια μεγάλη κρίση παγκόσμιας υγείας και επέφερε σημαντική επιδείνωση των μη μεταδιδόμενων νόσων, οι οποίες αποτελούσαν ήδη μία σημαντική πρόκληση πριν το ξέσπασμα της πανδημίας. Έτσι, και σε επίπεδο Ε.Ε., τα μαθήματα που λάβαμε κατά την πανδημία επέβαλαν την επαναξιολόγηση της πολιτικής και πλέον η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει θέσει σε προτεραιότητα την καταπολέμηση της υπερβαρότητας και της παχυσαρκίας και τη βελτίωση της διατροφής, που συνιστούν καθοριστικούς παράγοντες εμφάνισης πολλών μη μεταδιδόμενων νόσων, συμπεριλαμβανομένου του καρκίνου.

Η αντιμετώπιση της παχυσαρκίας είναι πολύπλοκη και απαιτεί διεπιστημονικές και διατομεακές παρεμβάσεις σε βάθος χρόνου με συνέπεια και συνέχεια. Η παχυσαρκία συνιστά πρόβλημα κατά βάση κοινωνικοπολιτικό και δευτερευόντως ιατρικό. Για να προστατεύσουμε το μέλλον της υγείας της κοινωνίας μας, απαιτούνται η εφαρμογή των κατάλληλων πολιτικών από την πολιτεία, η ευαισθητοποίηση και εκπαίδευση των ιατρών και επαγγελματιών υγείας, η ενημέρωση και ευαισθητοποίηση των πολιτών και η ενθάρρυνση υιοθέτησης συμπεριφορών υγιούς διαβίωσης, η συνδρομή της αυτοδιοίκησης.

Η Παγκόσμια Ημέρα Παχυσαρκίας μάς θυμίζει ότι η απασφάλιση αυτής της «μεταβολικής βόμβας» συνιστά ύψιστη προτεραιότητα στην ιεράρχηση των εθνικών υγειονομικών στόχων.

Το παραπάνω κείμενο συνέταξαν οι:

  • Κώστας Αθανασάκης, Επίκουρος Καθηγητής Οικονομικών της Υγείας και Οικονομικής Αξιολόγησης των Τεχνολογιών Υγείας, Τμήμα Πολιτικών Δημόσιας Υγείας, Πα.Δ.Α., Πρόεδρος Ινστιτούτου Οικονομικών της Υγείας.
  • Ευθύμιος Καπάνταης, Παθολόγος με Εξειδίκευση στο Σακχαρώδη Διαβήτη, Γενικός Γραμματέας Ελληνικής Ιατρικής Εταιρείας Παχυσαρκίας.
  • Αναστασία Μπαρμπούνη, Καθηγήτρια Δημόσιας Υγείας, Υγιεινής και Πρόληψης Νόσων, Τμήμα Δημόσιας & Κοινοτικής Υγείας, Σχολή Δημόσιας Υγείας, Πα.Δ.Α.
  • Νικόλαος Τεντολούρης, Καθηγητής Παθολογίας, Ιατρική Σχολή Πανεπιστημίου Αθηνών, Πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας.