Επενδυτικό σχέδιο για τη λειτουργία πρότυπης φαρμακευτικής μονάδας, στην Αρκαδία, έχει υποβάλει η φαρμακοβιομηχανία DEMO ΑΒΕΕ, επιδιώκοντας να συνδυάσει την αναγκαία επέκταση της παραγωγικής της δυναμικότητας, με τις επιχορηγήσεις του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης για την απολιγνιτοποίηση της περιοχής της Μεγαλόπολης.
Τον περασμένο Μάιο η DEMO υπέγραψε με την ΕΤΒΑ συμφωνία για την απόκτηση έκτασης 60 στρεμμάτων στην ΒΙΠΕ της Τρίπολης και έχουν, ήδη, ξεκινήσει οι μελέτες για την υποβολή της άδειας δόμησης.
Στη συγκεκριμένη έκταση θα κατασκευασθούν τέσσερα υπερσύγχρονα εργοστάσια παραγωγής φαρμακευτικών σκευασμάτων και πρώτων υλών καθώς και ένα κτίριο υποδομών. Παράλληλα, εξαγοράσθηκε ένα μικρότερο οικόπεδο, έκτασης 16 στρεμμάτων, το οποίο διαθέτει μεταλλικό κτίριο, έκτασης 4.000 τετραγωνικών μέτρων, για την υποστήριξη των εργασιών, που θα πραγματοποιηθούν στο κυρίως οικόπεδο των 60 στρεμμάτων.
Στο τέλος του περασμένου καλοκαιριού ολοκληρώθηκε η μεταφορά υπερσύγχρονων γραμμών παραγωγής, τις οποίες αγόρασε η DEMO, το 2019, από την εγκατάσταση της TEVA στο Godollo της Ουγγαρίας. Η συνολική επένδυση εκτιμάται ότι θα ξεπεράσει τα 90 εκατ. ευρώ και εφόσον κριθεί επιλέξιμη θα λάβει επιχορήγηση από τους πόρους του Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης.
Η επένδυση της DEMO συμπεριλήφθηκε (σ.σ. χωρίς αναφορά στο όνομα του φορέα) στις 16 εμβληματικές που ανέφερε πρόσφατα ο υπουργός Περιβάλλοντος και Ενέργειας Κωστής Χατζηδάκης, παρουσιάζοντας το master plan της δίκαιης αναπτυξιακής μετάβασης των λιγνιτικών περιοχών. Η επένδυση χωροθετήθηκε στην Τρίπολη και όχι στη Μεγαλόπολη, λόγω της παρουσίας ΒΙΠΕ.
Στόχο του ομίλου αποτελεί η περαιτέρω διεύρυνση του προϊοντικού χαρτοφυλακίου, με την προσθήκη κυρίως βιο-ομοειδών ή άλλων βιοφαρμακευτικών προϊόντων, τα οποία προορίζονται για σοβαρές και χρόνιες παθήσεις. Τα προϊόντα αυτά αποτελούν το επιστέγασμα αποκλειστικών συνεργασιών της DEMO με σημαντικές φαρμακευτικές εταιρείες της Ευρώπης και των ΗΠΑ, για τη διάθεση τους στην ελληνική αγορά.
Ο όμιλος DEMO ΑΒΕΕ έκλεισε τη χρήση 2019 με κύκλο εργασιών, μετά από clawback και rebate, ύψους 147 εκατ. ευρώ έναντι 126 εκατ. ευρώ το 2018. Η άνοδος ήλθε τόσο από την αύξηση της εγχώριας ζήτησης όσο και από τις ενισχυμένες εξαγωγές.